Δευτέρα 17 Μαΐου 2010

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1ο
   
Ξύπνησα πάλι στ' άγρια χαράματα. Έξω η βροχή λαχανιασμένη χτυπούσε με μανία στα τζάμια. Μέρες τώρα ταλαιπωρούσε το τοπίο φτιάχνοντας γκριζοκίτρινους λεκέδες από λάσπη παντού.
Σχεδόν δεν μπορούσα να το πιστέψω ότι έβρεχε α­σταμάτητα από την περασμένη Τετάρτη. Έμοιαζε τουλάχιστον  σατανικό. Ο ουρανός δεν προλάβαινε να πάρει λίγο γαλάζιο και νύχτωνε. Η μελαγχολία του τοπίου εξαφάνιζε κάθε διάθεση για αισιόδοξες σκέ­ψεις.
Είμαστε όλοι τεντωμένοι σαν θεατές έργου τρόμου στη σκοτεινή αίθουσα. Το μόνο που, προσωπικά, μπο­ρούσα να κάνω για ν' αντισταθώ σ' αυτή τη θλίψη ήταν να τραβήξω τις κουρτίνες στο παράθυρο.
    Έκανα να σηκωθώ. Μ' έριξε πίσω ακαριαία ένας πόνος αλλόκοτος. Θα έλεγα δολοφονικός. Μέσα μου αγκάθια γεμάτα δηλητήριο πάλευαν να τρυπήσουν τη σάρκα, να βγουν. Διπλώθηκα στα δυο κι έμεινα ασά­λευτη, τα μάτια καρφωμένα στον ορίζοντα τοίχου-οροφής. Προσπαθούσα ν' αντιληφθώ τι γινόταν εντός μου. Στ' αυτιά μου έφταναν παράξενοι θόρυβοι. Δεν ήταν της βροχής. Μια πρωτόγονη ορχήστρα με ξυλάκια που έπαιζαν πάνω σε τεντωμένες κοιλιές σκοτωμέ­νων ζώων. Ένα ορμητικό ρυάκι κυλούσε λαχανιασμέ­νο πάνω από ασύμμετρες ακόμη αφάγωτες πέτρες. Μια φωνή φιμωμένη καλούσε: βοήθεια.
    Τέντωσα τ' αυτιά μου ν' ακούσω καλύτερα. Ήμουν και δεν ήμουν απόλυτα ξυπνητή. Οι ήχοι συνέχιζαν σκοτεινοί, ακαταλαβίστικοι. Ανασηκώθηκα. Και πάλι ξανάρθε ο πόνος. Αυτή τη φορά πιο δυνατός. Σχεδόν πολεμικός. Τ' αγκάθια έδωσαν τη θέση τους σ' ακονι­σμένα μαχαίρια. Μ' έλουσε κρύος ιδρώτας. Λουρίδες χαράζονταν στα τοιχώματα του εαυτού μου. Ήχοι α­πό μέταλλο που σκίζει τη σάρκα.
Άναψα το φως στο κομοδίνο. Το κοιμισμένο μυαλό μου άρχισε σιγά σιγά να ξυπνά. Να μετατρέπει τους θαμπούς ήχους και τις ασαφείς αισθήσεις σε πραγμα­τικότητα. Κατάλαβα. Η παράσταση που αντηχούσε στ' αυτιά μου δεν παιζόταν μακριά. Η σκηνή του θεά­τρου ήταν εντός μου. Στο πλάτωμα της κοιλιάς μου.
Ξάπλωσα ξανά σχεδόν χαλαρωμένη. Ο κίνδυνος δεν ερχόταν απ' έξω. Άρα δεν κινδύνευα στ' αλήθεια. Πί­στευα. Δεν μπορούσα βέβαια να πω ότι είχα και εντε­λώς ανακουφιστεί. Τον έξω εχθρό τον πολεμάς. Ο μέ­σα σε διαβρώνει αργά αργά. Ο εαυτός σαπίζει. Η α­ντίσταση του εαυτού χτυπιέται στη ρίζα της. Είχα λοι­πόν έναν εχθρό ταμπουρωμένο στην κοιλιά μου. Δεν ήμουν όμως απόλυτα σίγουρη ότι ο εχθρός είχε προελάσσει τόσο χαμηλά. Ίσως βρισκόταν ακόμη  στο επί­πεδο του μυαλού μου.
Οι ήχοι συνεχίζονταν κανονικά. Μισοξαπλωμένη στο κρεβάτι έψαχνα να βρω τον κώδικα των σημάτων που μου 'δινε στη δική του γλώσσα το σώμα μου. Το μόνο που κατάλαβα ήταν πως θα 'χανα σίγουρα τον ύπνο μου πράγμα που με αναστάτωσε παραπάνω. Το πρωί είχα μια σημαντική συνάντηση που την περίμενα δυο χρόνια και ήθελα να 'χω φρέσκο το μυαλό μου. Ήταν όμως φανερό ότι ο εαυτός μου κι εγώ αξιολο­γούσαμε διαφορετικά τα πράγματα.
Σηκώθηκα. Οι πατούσες μου σ' επαφή με το γυαλι­στερό ξύλο στο δάπεδο, κρύο σαν πάγος.
Έμεινα για λίγο με το βλέμμα να χαζεύει την κίτρι­νη ομίχλη πάνω από τα σπίτια. Έριχνε ακόμη. Οι στέ­γες εκσφενδόνιζαν πίσω το χαλάζι. Τα δέντρα παγι­δευμένα χωρίς άμυνα. Πριν τον πόλεμο είχε να δει η πόλη τέτοιο καιρό έλεγαν χθες στην τηλεόραση. Πίεσα το μυαλό μου να θυμηθεί. Ύστερα γέλασα με τη σκέ­ψη. Πανάθεμα με. Είχα ο διάολος την εντύπωση ότι από πάντα υπήρχα. Ολόκληρος ο κόσμος γύρω μου υπάρχει όσο υπάρχω κι εγώ. Ανασαίνει μέσα από μέ­να. Ζει εξαιτίας μου. Μου ρίχνει τα βάρη του. Έχω την ευθύνη του. Κουβαλάω μέσα μου τις ενοχές του. Οι σκέψεις πάντα με κάνουν να νιώθω γερασμένη. Σώμα ξερό, αδειασμένο από χυμούς. Σχεδόν εν σήψει. Αν ήταν αλήθεια ότι είχα μέσα μου έναν εχθρό τότε οι ήχοι της κοιλιάς μου προμήνυαν κίνδυνο. Μια εσωτε­ρική επανάσταση. Μια μάχη που είχε ήδη αρχίσει. Το σώμα μου πολεμούσε τον εαυτό μου. Σίγουρα θα υ­πήρχαν σε λίγο θύματα. Αυτή η παράσταση εντός μου με τρόμαζε. Με μαγνήτιζε κιόλας. Πετάχτηκα απ' τη θέση μου νομίζοντας πως ξεφεύγω.
Βάδισα ξυπόλητη τουρτουρίζοντας μέχρι την τζα­μαρία της μπαλκονόπορτας. Στο λιγοστό ωχροκίτρινο φως της αυγής την ανακάλυψα. Με δέος. Τα τελευ­ταία χρόνια ήταν το έσχατο πράγμα που πίστευα ότι μπορούσε να μου συμβεί. Η κοιλιά μου άστραφτε τσι­τωμένη και λευκή. Και πελώρια σαν αυγό. Κάποιας γιγάντιας περιστέρας. Ήταν το πιο συγκλονιστικό πράγμα που είχα αντικρίσει μέχρι τότε.
Ακούμπησα το μέτωπο στο παγωμένο τζάμι. Νόμιζα θα με συνέφερνε. Οι σκέψεις πάθαιναν φρενίτιδα στο μυαλό μου. Όλες τους σήμαιναν ένα γεγονός. Η κοι­λιά μου φούσκωνε ξαφνικά. Εκεί, μέσα της, στα σκο­τεινά, κάτι γινόταν εν αγνοία μου. Είχα πέσει σε παγί­δα. Η ορχήστρα μου συνέχιζε τον υπόκωφο ρυθμό της. Τα ξυλάκια τυμπάνιζαν τη μονότονη μελωδία στα εσωτερικά τοιχώματα της κοιλιάς μου. Συνέβαινε ένα γεγονός που με μεγάλη δυσκολία μπορούσα να δεχτώ. Και να το πάρω απόφαση. Ήμουν γκαστρωμένη. Να λοιπόν ποια ήταν η παγίδα. Είχα μπει στο δρόμο που οδηγεί στην κατηφόρα. Εκεί δεν μπορείς να σταματή­σεις να περπατάς. Σε σπρώχνουν οι άλλοι καθώς κυ­λάνε μαζί σου. Ο δρόμος οδηγεί χαμηλά. Στο βάθος του υπάρχει μια μοναδική πινακίδα. Γράφει τέρμα. Τίποτ' άλλο. Έκανες τη διαδρομή για τη διαδρομή. Έζησες όπως όλοι. Τίποτ' άλλο. Είχες πέσει και συ  στην παγίδα.
Τράβηξα το φανελάκι να σκεπάσω την κοιλιά μου. Δεν ήθελα να τη βλέπω. Μέρες τώρα φοβόμουν πως κάτι επρόκειτο να μου συμβεί. Δεν τολμούσα όμως να ονοματίσω αυτό το φόβο. Γιατί πίστευα ότι ο φόβος μας για κάτι γεννάει μαζοχιστικά τον πόθο μας γι' αυ­τό.
Το φανελάκι δεν ήταν αρκετό για να σκεπάσει την κοιλιά μου. Η ζεστασιά του κρεβατιού είχε χαθεί εντε­λώς. Μαζί με την ανάσα μου κόλλησε στην τζαμαρία - λευκή πάχνη χρωμάτιζε το γυαλί. Η θέρμανση δεν δούλευε τέτοια ώρα και αμφέβαλλα πολύ αν θα την έβαζαν και αργότερα. Η διαχειρίστρια είχε πει ότι το πετρέλαιο σχεδόν τέλειωνε, με τις βροχές και την πλημμύρα στους δρόμους είχαμε αποκλεισθεί. Η κα­ταστροφή κατέκλυσε πάλι την Αθήνα. Παρέλυσε τη ζωή της. Εφτά μέρες βροχής ήταν αρκετές. Γέλασα στη σκέψη. Εφτά μέρες ήταν αρκετές για μια κατα­στροφή. Ανυπεράσπιστη πόλη. Στην αγωνία σου μ' έ­χεις καταπιεί. Κι εγώ σε ροκανίζω. Κι ύστερα ο φόβος με ξανάστησε στο δωμάτιο. Η φιμωμένη κραυγή για βοήθεια ξανάρχισε στα σπλάχνα μου, με κυρίεψε. Η κοιλιά δεν μπορούσε να χωρέσει καθόλου πια κάτω απ' το μικρό φανελάκι, δεν φορούσα τίποτ' άλλο. Την κράτησα στα χέρια μου, ανάμεσα στις υγρές μου πα­λάμες. Όχι με τρυφερότητα αλλά με διάθεση ερευνη­τική. Συγκεντρώθηκα σ' αυτή τη σαρκική επαφή. Πα­ρακολουθούσα. Κάτω απ' τις φούχτες μου ένιωσα το τσιτωμένο δέρμα να τεντώνει. Μικροί τριγμοί ηλέκτρι­ζαν τις παλάμες. Ο ήχος μεταφέρθηκε αυτόματα στο μυαλό κι επεξεργαζόμενος έδωσε το σήμα που έμοιαζε τρελό: Η κοιλιά μεγάλωνε συνεχώς.
Συγκράτησα την έκπληξη μου πριν γίνει κραυγή και πληγώσει την ήρεμη σιωπή του δωματίου. Έσφιξα τις γροθιές μου. Ψιθύρισα βουβά τα ξόρκια των παιδικών μου χρόνων, τότε που τρεμόπαιζε η κουρτίνα. Και το τέρας έτριζε τα σιδερένια του δόντια. Κουκουλωνό­μουν με το σεντόνι μέχρι επάνω λέγοντας τα μαγικά. Ύστερα τραβούσα το σεντόνι. Το τέρας είχε φύγει. Τώρα είχε τρυπώσει εντός μου.  
   
Η νύχτα είχε αρχίσει να ξανοίγει. Έβλεπα το χαλά­ζι ολοστρόγγυλο, κεντητό, να χτυπάει το παραδομένο τοπίο. Το παράκανε πια. Σίγουρα κανείς δεν θα κυ­κλοφορήσει σήμερα στους δρόμους σκέφτηκα. Παρά­ξενο θέαμα η Αθήνα ερημωμένη. Ίσως είναι ο μόνος τρόπος να ξασπρίσει το γκρίζο της.
Λοιπόν, απευθύνθηκα με τη σκέψη στον εαυτό μου. Γκαστρώθηκες. Υπέκυψες στο επαναλαμβανόμενο θαύμα της φύσης. Εγώ που το επεδίωκα από τη μια και ύστερα έβρισκα τον τρόπο να του ξεφεύγω. Αλλά το μυαλό πάντα εφευρίσκει κάτι για να σε κρατήσει στην επιφάνεια. Κολυμπάμε πάνω της. Από κάτω βρί­θει ο βυθός. Δεν πρέπει να κοιτάξουμε. Ένα βλέμμα μονάχα και χανόμαστε. Υπάρχουν παράξενα πολύ­χρωμα φυτά. Φυτά που τρώνε τα ψάρια. Και ψάρια μεγάλα, εντυπωσιακά, ανθρωπόφαγα. Εκθαμβωτικές, μικρές, υδρόβιες, επικίνδυνες υπάρξεις. Ο βυθός σα­γηνεύει. Απαγορεύεται να ξεχνιέσαι. Να 'μαι λοιπόν που κολυμπάω σ' αυτή την επικίνδυνη θάλασσα σαν αυτόματο. Ευτυχώς έφτασε στην ώρα της η κοιλιά. Έτσι φουσκωμένη και μεγάλη θα με κρατήσει στην ε­πιφάνεια. Θέλω δεν θέλω. Θα εκτελέσει χρέη σωσί­βιου. Η κοιλιά θα γίνει το δικό μου σωσίβιο. Η μυστι­κή σανίδα σωτηρίας μου. Αλλά αυτό δεν πρέπει να το μάθει κανείς, σκέφθηκα. Ιδιαίτερα εκείνοι στο αφιλό­ξενο ίδρυμα. Ούτε όμως κι εκείνος. Μονάχα εγώ θα πρέπει να ξέρω τον τρόπο που επιπλέω.
Ένιωσα το κρύο να με συνεπαίρνει, έτσι γυμνή κο­ντά στην παγωμένη τζαμαρία και είπα να ξαναγυρίσω στο κρεβάτι. Εκείνος κοιμόταν ακόμη βαθιά. Το στόμα ελαφρά μισάνοιχτο, έβγαιναν  σιγανά οι συριγμοί. Α­ναδεύτηκε ενοχλημένος στον ύπνο του, γύρισε στο άλ­λο πλευρό. Κι εγώ έκλεισα τα μάτια. Συγκράτησα τη διάθεση μου να κραυγάσω: Βοήθεια, είμαι γκαστρω­μένη.
Είχε πια εντελώς ξημερώσει. Φυσικά δεν με έπαιρνε ο χρόνος να ξανακοιμηθώ. Οι σκέψεις πολλές, είχαν συσσωρευθεί στο μυαλό μου. Ζητούσαν επειγόντως ταξινόμηση, συνειδητοποίηση.  Να ληφθούν οι δέου­σες αποφάσεις.
Ο Λύσιος άρχισε και αυτός να ξυπνά. Τον είδα να σαλεύει. Κι ύστερα να μουγκρίζει ελαφρά. Ονειρευό­ταν ακόμη. Τα μάτια του έπαιζαν. Ξερόβηξε. Κι ύστε­ρα άνοιξε τα βλέφαρα. Το βλέμμα του κατευθείαν σε μένα. Άκουσε άραγε το μυαλό μου; Έμεινα ακίνητη. Αναρωτήθηκε γιατί ξύπνησα έτσι νωρίς. Είπα ρίχνει χαλάζι πάλι. Το καλοριφέρ είναι παγωμένο. Θα φτιά­ξω καφέ. Εκείνος έμοιαζε να συνεχίζει ξύπνιος το ό­νειρο του. Άπλωσε τα χέρια σαν να με καλούσε κοντά του, τον πλησίασα και γύρισε προς τη μεριά μου. Απ' το πάπλωμα αναδύθηκε μυρωδιά σπέρματος από χτες. Ο Λύσιος μου χαμογελούσε σαν παιδί δείχνοντας το όργανο του. Τεντωμένο. Κόκκινο. Άρχισε να το παί­ζει στα χέρια του αργά, ηδονικά. Το πρωί είχε πάντα διάθεση. Με κοίταξε σχεδόν παρακλητικά. Σίγουρα έ­πρεπε να αναβάλω τον καφέ γι' αργότερα, σκέφθηκα και χώθηκα θέλοντας και μη κάτω απ' το πάπλωμα. Ήταν ζεστά ευτυχώς.
Τα χέρια του άρχισαν να μαλάζουν δυνατά τα βυζιά μου, με πονούσε. Δεν μιλούσα. Ο Λύσιος βιαζόταν να το κάνει πριν αποτινάξει ολότελα τον ύπνο απ' το μυαλό του. Παρασυρόταν από τις φαντασιώσεις που κολυμπούσαν στο μισοκοιμισμένο του εγκέφαλο. Έ­μοιαζαν να τον κυριεύουν όλο και πιο πολύ. Ευτυχώς δεν έδειχνε να 'χει προσέξει την κοιλιά μου. Σκαρφά­λωσε πάνω της βιαστικά, το πάπλωμα κύλησε απ' το σώμα του, μείναμε ξεσκέπαστοι, δυο σώματα κολλημέ­να, γυμνά, με φόντο τη βροχή. Άλλοτε θα το 'βρισκα τουλάχιστον ρομαντικό. Τώρα στο μυαλό μου είχε πή­ξει η σκέψη της κοιλιάς μου.
Τα δάχτυλα του σαλιωμένα έψαχναν τη σκοτεινή τρύπα. Γλίστρησε μέσα μου βιαστικός. Οι κινήσεις του γρήγορες, σχεδόν μηχανικές. Σε κάθε σπρώξιμο ένιω­θα την κοιλιά μου να δυστροπεί. Προσπαθούσα να κρατήσω λίγη απόσταση μην τη συνθλίψει. Ύστερα σκέφτηκα καλύτερα να τον βοηθήσω να τελειώσει πριν σκορπιστεί το περιεχόμενο της πιτσιλίζοντας τοίχους και σεντόνια. Ένα βογκητό συρτό βγήκε απ' το στόμα του. Μαρία, σου χύνω. Το υγρό ξεχείλισε στον κόλπο μου. Για λίγο σιωπή. Ακινησία. Η βροχή δυνάμωσε και άρχισα ν' αναρωτιέμαι αν θα μπορούσαν να κυ­κλοφορήσουν τα λεωφορεία στην Πατησίων.
Ο Λύσιος αποτραβήχτηκε από πάνω μου. Τα χείλη του ζεστά και λίγο υγρά στο μέτωπο μου. Μου χαμο­γελούσε σαν παιδί ζητώντας συγγνώμη για κάποια α­ταξία του. Τον κοίταξα. Σχεδόν δεν άκουσα τι μου είχε πει. Σκέφτηκα πως ότι και να 'ταν καλύτερα να χαμογελάσω. Σηκώθηκε γρήγορα και τυλίχτηκε στη ρόμπα του. Βιαστικά έβγαλε απ' την τσέπη το πακέτο κι άναψε τσιγάρο, έτρεξε ξυπόλητος στο μπάνιο.
Κοίταξα το ρολόι. Επτά. Είχα ακόμη λίγο χρόνο. Το σπέρμα είχε τρέξει στον κώλο μου και μούσκευε το κατωσέντονο. Μαντάρα έγιναν πάλι σκέφτηκα. Έπρε­πε να τ' αλλάξω ξανά. Και να θυμηθώ ν' αγοράσω χαρτομάντιλα. Η έλλειψη τους σήμαινε περισσότερα σεντόνια τη βδομάδα για πλύσιμο. Ένιωσα να κρυώ­νω και τράβηξα πάνω μου το πάπλωμα. Ύστερα όμως θυμήθηκα τον καφέ και προτίμησα να σηκωθώ. Έπια­σα το καλοριφέρ χωρίς καμιά ουσιαστική ελπίδα. Η παγωμάρα κρατούσε τη θέση της καλά. Ένα ζεστό μπάνιο ίσως με συνέφερε καλύτερα απ' τον καφέ. Ά­κουσα τον Λύσιο να τραβά το καζανάκι κι ύστερα το νερό να κελαρίζει στην μπανιέρα. Μπήκα την ώρα που τέλειωνε το σφύριγμα του τελευταίου τραγουδιού της Αλεξίου.
«Έχεις φούσκωμα;». Τον κοίταξα να δω που έβλε­πε. Το βλέμμα του χαμηλά στην κοιλιά μου. Ασυναί­σθητα άπλωσα τα χέρια μου να την κρύψω στις παλά­μες μου. Την ίδια στιγμή άρχισα να ακούω και πάλι την παράσταση της. Προσπάθησα σφίγγοντας τη να την κάνω να σταματήσει κι η φιμωμένη κραυγή για βοήθεια αντήχησε ξανά στο μυαλό μου. Την ένιωσα να 'ναι τόσο δυνατή που φοβήθηκα μήπως την άκουσε και εκείνος. Ο Λύσιος όμως δεν φαινόταν ούτε καν να περιμένει απάντηση  στην ερώτηση του.
Είχε τελειώσει το μπάνιο του και άρχισε με την πε­τσέτα και σκουπίζει βιαστικά το σώμα του. Η υγρασία τον έκανε να τουρτουρίζει. Τον βοήθησα να τελειώσει πιο γρήγορα και του έδωσα τη ρόμπα να τυλιχτεί. Μου χαμογέλασε. «Έφτιαξες καφέ;» «Όχι ακόμα.» «Άσε τον φτιάχνω εγώ.»
Μπήκα στην μπανιέρα κι άφησα το ζεστό νερό να τρέχει παντού σ' όλο μου το σώμα, τα μάτια κλειστά, ξεκίνησα να ταξιδεύω. Μέσα στους αχνούς που γέμι­ζαν το στενό χώρο του μπάνιου το μυαλό μου χαλάρω­σε. Αφέθηκα στις εικόνες του. Προσπαθώντας να ται­ριάξω το παζλ στο μέλλον. Μου ξέφευγε ευέλικτο, δεν μπορούσα να το συλλάβω. Ακόμη μια φορά που ένιω­θα να μου γλιστράνε οι μυστικές προθέσεις του εαυτού μου. Κάτω απ' το ζεστό νερό που γέμιζε ατμούς το στενό χώρο, θόλωνε τον καθρέφτη του μπάνιου, έπηζε μέσα στη μύτη μου, ανάσαινα με δυσκολία. Και συνει­δητοποίησα: η κοιλιά μου μεγάλωνε σαν το μανιτάρι. Χωρίς ανάσα. Με ταχύτητα αστραπής.
Και να τος πάλι ο πόνος. Κάθε φορά που η κοιλιά έδινε ώθηση να μεγαλώσει με ξέσκιζε μια σουβλιά που έμοιαζε ατέλειωτη. Διέσχιζε τα σωθικά μου απ' άκρη σ' άκρη. Διπλωνόμουν  στα δυο ασυναίσθητα. Μόνο τότε ησύχαζε. Κοίταξα το λυγισμένο μου σώμα στον καθρέφτη - θολός απ' τους ατμούς, η εικόνα που έδινε σαν όνειρο. Είχα από ώρα αυτή την αίσθηση ότι ονειρεύομαι. Κάτι απ' όλα δεν έμοιαζε αληθινό. Ίσως αυ­τό να 'ταν μονάχα η κοιλιά μου. Μου 'χουν μιλήσει για τη δύναμη του πνεύματος που μπορεί να εμφανίσει πράγματα εκεί που δεν υπάρχουν. Το βλέμμα ακόμη στον καθρέφτη. Έκανα μια μικρή δοκιμή. Έκλεισα τα μάτια σφιχτά και τ' άνοιξα ξανά απότομα. Αντίκρυ στον αχνισμένο καθρέφτη εγώ. Μπροστά μου η κοιλιά μου πρόβαλε όπως την ένιωθα. Μεγάλη. Άσπρη. Τε­ντωμένη. Γυαλιστερή. Σαν αυγό. Σκέφτηκα:  Άρα υ­πάρχει. Και σίγουρα πήρε δυο πόντους ακόμα. Πού θα έφτανε, λοιπόν;
   
Στο περίγραμμα της πόρτας ανάμεσα στους ατμούς διέκρινα τον Λύσιο θολά. Είχε ντυθεί. Κοστούμι, που­λόβερ. Γραβάτα. Στα χέρια του το παλιό του μακρύ μοντγκόμερι. Το 'χε φέρει απ' την Αγγλία. Πέρασαν χρόνια. Εφτά ή οχτώ.  Δεν θυμάμαι. Ευχόταν να πάρει μπρος το αυτοκίνητο. Τα πάντα ήταν μουσκεμένα και παγωμένα. Έκανε βλακεία που δεν είχε βάλει αντιψυ­κτικό. Μπορεί να έσπαζε η μηχανή. Το βρήκα υπερβο­λικό κάτι τέτοιο. Ο καφές,  συνέχισε, είναι στην κουζί­να. Να μη βγω καλύτερα. Ας πάω άλλη μέρα στο ίδρυ­μα. Ό,τι ήθελε έλεγε, σκέφτηκα. Ύστερα τον έχασα πέρα απ' τους ατμούς, ο ήχος της εξώπορτας που ανοιγόκλεισε σφράγισε την αναχώρηση.
Πετάχτηκα απ' την μπανιέρα και σκουπίστηκα βια­στικά. Ήμουν πλέον μόνη στο σπίτι, ευτυχώς. Ο κα­φές ήταν σχεδόν κρύος, ήθελε ζέσταμα. Μέσα στο σπίτι θα ήταν το πολύ 12 βαθμοί, τουρτούριζα. Απ' το παράθυρο δεν έβλεπα κανένα να βαδίζει στο δρό­μο. Μια πόλη έρημη. Έμοιαζε σαν να 'ταν κιόλας νε­κρή. Μισάνοιξα το παράθυρο και αφουγκράστηκα. Προσπάθησα να μαντέψω τους ήχους ανάμεσα στο χτύπημα της βροχής. Στενά μακριά ο θόρυβος της Πατησίων ελάχιστος. Κάτι ήταν κι αυτό. Δεν έμοια­ζαν ακόμη όλα νεκρά. Η Πατησίων αντιστεκόταν. Προσπαθούσε να επιβιώσει. Σκέφτηκα πως τελικά θα 'ταν καλύτερα να μείνω σπίτι. Να τηλεφωνήσω και στο γραφείο πως ήμουν λίγο αδιάθετη. Θα γλίτωνα τις μετακινήσεις μέσα σε τέτοια βροχή. Αμέσως στο μυαλό μου πρόβαλε το μεγάλο κόκκινο πέτρινο σπίτι χωμένο στα δέντρα, στο βάθος του δρόμου. Εκεί δεν μπορούσα να μην πάω. Ακόμη και με τον κατακλυ­σμό . Αυτή η συνάντηση δεν μπορούσε ν' αναβληθεί. Το ίδρυμα με περίμενε. Ευχήθηκα μόνο τα λεωφορεία να μπορούν να πλεύσουν τη λεωφόρο μέχρι τους Α­γίους Αναργύρους.

Το ρολόι χτύπησε κιόλας οκτώ. Το είχα ρυθμίσει χτες, συνυπήρχαμε πάλι. Οι δυο μας όταν μέναμε μό­νοι στο σπίτι μετρούσαμε το χρόνο που πλησίαζε. Βή­ματα αργά. Στο μυαλό κάλπαζαν όμως. Χτυπούσαν στα τοιχώματα και γύριζαν πάλι απ' την αρχή. Ρεκόρ που δεν είχε νόημα. Χαμογέλασα στη σκέψη. Το μυα­λό φτάνει πάντα πριν από σένα στο τέλος ενώ εσύ εί­σαι μόνο στην αρχή. Βιαζόμαστε και χάνουμε το κου­βάρι της διαδρομής. Αυτό είναι. Ξαναγυρίζουμε λοι­πόν. Όλο ξαναγυρίζουμε στην αρχή. Αναθεωρούμε, διορθώνουμε, μετανιώνουμε. Ζούμε τα ίδια πράγμα­τα με άλλη όψη, είμαστε πάντα στην αρχή βαδίζοντας ολοταχώς προς το τέρμα.
Ένιωσα ξανά τυλιγμένη στις απαισιόδοξες σκέψεις μου - με κατέκλυζαν τον τελευταίο καιρό.

Ο καφές ήταν πιο γλυκός απ' ό,τι τον έπινα συνή­θως και μου 'ρθε αναγούλα. Ρίγη κατέβηκαν κατά μή­κος της σπονδυλικής μου στήλης, άρχισα να τρέμω. Φυσικά ανακάλυψα πως ήμουν ακόμη γυμνή μετά το μπάνιο στην παγωμένη κουζίνα, το παράθυρο ορθά­νοιχτο, η κοιλιά μου ακουμπούσε στο μαρμάρινο περ­βάζι.
Άκουσα να χτυπά το τηλέφωνο. Ο Λύσιος θα 'ναι,  σκέφτηκα, να δει αν θα μείνω σπίτι ή έφυγα, τ' άφησα να χτυπάει. Αδιαφόρησα. Ήμουν πολύ απορροφημέ­νη στα δικά μου. Έτσι και αλλιώς στην ουσία δεν ή­μουν εκεί. Είχα φύγει κιόλας με τη σκέψη. Ήμουν ο­λόκληρη μια απουσία. Δραπέτης του εαυτού μου. Συ­γκεντρωνόμουν μονάχα εκεί, σ' αυτό το στρογγυλό ση­μείο του σώματος μου. Μια ατέλειωτη συμπύκνωση σ' ένα μονάχα γεγονός. Γκαστρωμένη.
Ντύθηκα βιαστικά με όσα πιο πολλά μάλλινα μπο­ρούσα, γαλότσες, γάντια και σκούφο. Δεν είχα αδιά­βροχο. Τηλεφώνησα στο γραφείο και αναγκάστηκα να πω ότι ψηνόμουν  στον πυρετό. Ο αντιπαθής τύπος προσπάθησε να με πείσει να κατέβω, κατάλαβα πως το γραφείο είχε διαλυθεί, οι μεταφράσεις όμως μπο­ρούσαν εν πάσει περιπτώσει να περιμένουν. Έκλεισα.  Αυτή τη φορά είχα αποφασίσει ν' ακολουθήσω το νή­μα του εαυτού μου που έλπιζα να με οδηγήσει στα στενά του λαβύρινθου μέχρι το φως.
Η παγωνιά στο δρόμο ήταν τσουχτερή. Βάδιζα με μικρά προσεκτικά βήματα στο κατάστρωμα της λεω­φόρου. Τα πεζοδρόμια ήταν γεμάτα μαλακιά λάσπη και γλιστρούσαν. Σε πολλά  σημεία σπασμένα κλαδιά δέντρων που δεν αντιστάθηκαν για πολύ στο χαλάζι. Τα αυτοκίνητα του δήμου θα 'πρεπε κιόλας να 'χαν φροντίσει να τα μαζέψουν. Μου 'ρθε να σκάσω στα γέλια. Ποιος νοιάζεται;
Η Πατησίων είχε μια όψη μοναδική. Με ξάφνιαζε αυτή η πόλη που έβρισκε πάντα τρόπο να κρατιέται στη ζωή αργοπεθαίνοντας. Τα λεωφορεία λιγοστά, γλιστρούσαν και αυτά. Κατευθύνονταν μόνο από το ένστικτο επιβίωσης των οδηγών τους. Αφέθηκα σ' έ­να απ' αυτά και έλπιζα να φτάσω στους Αγίους Α­ναργύρους. Οι επιβάτες ήταν λίγοι. Κάθισα σε μια θέση κενή δίπλα στο παράθυρο. Το λεωφορείο ταξί­δευε άλλοτε πλέοντας κι άλλοτε γλιστρώντας. Μερι­κοί τρόμαξαν, ήθελαν να κατέβουν. Ο οδηγός δεν σταμάτησε παρά μόνο στην κανονική στάση παρά τις διαμαρτυρίες. Οι περισσότεροι κατέβηκαν. Οι άλλοι το διακινδύνευσαν και έμειναν. Το λεωφορείο ξεκίνη­σε πάλι. Οι εναπομείναντες επιβάτες άρχισαν να σχο­λιάζουν ειρωνικά εκείνους που κατέβηκαν. Θα 'μαστε όλοι κι όλοι πέντε. Ο οδηγός προσπαθούσε να κρατή­σει το όχημα κοντά στο ρείθρο. Είναι πιο σταθερά ε­ξήγησε.
Απορροφήθηκα πάλι κοιτάζοντας τη βροχή από τις σκέψεις μου. Άρχισε ξανά να με ταλανίζει η ιδέα της κοιλιάς μου. Με νέα αιτία. Καινούριο θηρίο είχε βγει τώρα και έκανε επίθεση. Η ιδέα βασανιστική είχε καρφωθεί στο μυαλό μου, με γέμιζε φόβο. Έπεσα σε βαθιά περισυλλογή, ένιωσα τα δάχτυλα μου να πονά­νε,  είχα φάει τα νύχια μέχρι ρίζα. Αμέσως ρούφηξα το αίμα που πρόβαλε σε μια άκρη τους και τ' άφησα στο στόμα μου μέχρι να σταματήσει.
Αν καταλάβουν εκεί πως είμαι γκαστρωμένη, την πάτησα, σκεφτόμουν όλη την ώρα. Το μέλλον δεν έ­μοιαζε ευχάριστο. Η σκέψη που προσπαθούσα ν' απο­φύγω ξεχείλισε. Σίγουρα θα μου απορρίψουν την αί­τηση. Φυσικά τρομοκρατήθηκα στην ιδέα να ξαναρχί­σω τα πάντα άλλη μια φορά απ' την αρχή και σηκώθη­κα αποφασισμένη να κατέβω πριν το τέρμα. Θα γυρί­σω πίσω. Δεν είμαι ακόμη έτοιμη να τους αντιμετωπί­σω. Εχθρικά βλέμματα. Υποψίες. Σούσουρο. Και τέ­λος άρνηση επίσημη, τελειωτική. Χτύπησα το κουδούνι για στάση. Είμαστε κιόλας στο τέρμα ακού­στηκε η φωνή. Το νόημα της πόνεσε το μυαλό μου. Κοίταξα τον οδηγό που χαμογελούσε. Εγώ και εκείνος μόνοι στο λεωφορείο. Η εκκλησία των Αγίων Αναργύ­ρων δέσποζε στο χώρο. Δείλιασα. Αλλά προχώρησα. Άλλη μια φορά δεν κατόρθωσα να ξεφύγω απ' την παγίδα του εαυτού μου - με οδηγεί συνεχώς παρακά­τω σπρώχνοντας.
Κατέβηκα απ' το λεωφορείο και άνοιξα την ομπρέ­λα. Έριχνε ακόμη με μανία. Ο κόσμος ελάχιστος. Το περίπτερο της πλατείας κλειστό. Είχα σκεφτεί ν' αγο­ράσω τσιγάρα. Όταν με πιάνει αγωνία καπνίζω. Περ­πατούσα με δυσκολία στον ανηφορικό δρόμο. Ήξερα πως δεν θα γυρίσω πίσω τώρα που έφτασα μέχρι εδώ. Κοίταξα από πάνω την κοιλιά μου. Το παλτό φαρδύ την κάλυπτε. Πέρασα το χέρι μου από πάνω της ακο­λουθώντας το σχήμα της. Η καμπύλη τροχιά αναδει­κνυόταν απειλητικά έντονη. Αν έβγαζα το παλτό θα την έβλεπαν. Η βροχή δυνάμωσε ξανά. Η ομπρέλα άρ­χισε να βαραίνει και γω βάδιζα αργά ενώ το μυαλό πυρετικά σχεδίαζε τις σκηνές. Δεν μπορούσα να σκε­φτώ τίποτα που να κάνει την κοιλιά μου να περάσει απαρατήρητη. Άρχισα να μονολογώ απ' την αγωνία. Ευτυχώς δεν υπήρχε κανείς άλλος εκτός από μένα στο μικρό ανηφορικό δρόμο που στενεύει πηγαίνοντας. Βάδιζα προς το τέρμα, θέλοντας να γυρίσω πίσω. Ή­δη μετά τη στροφή διακρίνονταν τα μεγάλα δέντρα. Στο βάθος τους το μακρόστενο, κόκκινο, πέτρινο σπίτι περίμενε να με καταπιεί. Ξανάφερα στο νου την από­φαση ν' ακολουθήσω το νήμα του εαυτού μου στο μο­νοπάτι. Εκεί θα συναρμολογούσα τα κομμάτια μου απ' την αρχή.
Διακινδύνευσα να δουν την κοιλιά μου και δρασκέ­λισα το κατώφλι. Η σιδερένια πόρτα άνοιξε αργά, με είχαν δει απ' το πέτρινο σπίτι. Ο φύλακας δεν ήταν στο στέκι του σήμερα - τέτοια παγωνιά. Η βροχή είχε εξαφανίσει τα λουλουδένια παρτέρια της μεγάλης αυ­λής, παρ' ολίγο να χάσω το δρόμο μου, όλα τα σημά­δια είχαν εξαφανιστεί κάτω απ' τις λάσπες. Μια φω­νή. Γύρισα προς τα κει. Ένα παράθυρο μισάνοιχτο, η κυρία Αντωνία Σ. μου κουνούσε το χέρι. Η πόρτα στ' αριστερά της. Ήμουν ήδη κάτω απ' το υπόστεγο. Έ­κλεισα την ομπρέλα κι έσφιξα στη μέση μου το παλτό. Φοβόμουν μήπως ανοίξει ξαφνικά και φανεί η κοιλιά μου.
Η κυρία Αντωνία Σ. με χαιρέτησε ευγενικά, σχεδόν χαρούμενα, ένιωθα ωστόσο μια ψυχρότητα στο βάθος  της, ήταν τυπική. Στο γραφείο της έκανε κρύο. Δεν έχουν θέρμανση; ρώτησα. Φυσικά, τι  λόγος, απλώς δεν άναψε ακόμη, υπερασπίστηκε την οργάνωση. Δεν μπόρεσα να μην κοιτάξω απ' την πίσω μεριά του γρα­φείου, κοντά στα πόδια της, να κοκκινίζει μια μικρή, ατομική, ηλεκτρική σόμπα. Παρακολούθησε το βλέμμα μου. «Νιώθω ρίγη, ίσως είμαι κρυωμένη», δικαιολογή­θηκε. Κι εγώ συλλογίστηκα τα μικρά παιδιά στους πα­γωμένους θαλάμους. «Όχι δεν θέλω καφέ, έχω πιει. Ευχαριστώ.»
Με κοιτούσε απ' την αρχή εξεταστικά. Από πάνω μέχρι κάτω. Ένιωθα την ανάσα μου να κόβεται και έσφιξα πιο πολύ το παλτό γύρω στην κοιλιά μου. «Τι παγωνιά σήμερα, δεν μπορώ ν' αποχωριστώ το παλτό» ανταπέδωσα την κοροϊδία. Η κυρία Αντωνία Σ. χαμο­γέλασε, όπως και γω πριν, με κατανόηση. Αυτό όμως μ' έκανε να τρομάξω. Να κατάλαβε τίποτα;  Τράβηξε το βλέμμα της από πάνω μου και άνοιξε το συρτάρι του γραφείου της. Έβγαλε από μέσα προσεκτικά ένα μεγάλο κόκκινο ντοσιέ και φυλλομέτρησε τα χαρτιά που είχε μέσα. Κάτι  σκεφτόταν. Κάτι σκεφτόμουν κι εγώ. Το μυαλό μου κάλπαζε πάλι με πυρετό. Είδα την κυρία Αντωνία Σ. να σηκώνεται βιαστικά αποφασισμένη. Είχε καταλάβει φαίνεται τι προσπαθούσα να της κρύψω. Στα μάτια της άστραφτε μίσος. Πάντα το 'νιωθα πως με μισούσε. Μέχρι προ ολίγου με θεωρού­σε άχρηστη. Ένα πλάσμα περιττό που δεν έχει τη δυ­νατότητα να δικαιολογήσει τη θηλυκή του ύπαρξη σ' αυτό τον κόσμο. Τώρα με μισεί πιο πολύ γιατί έπαψε να με θεωρεί περιττή μ' αυτό που κατάλαβε ότι συμβαίνει στην κοιλιά μου.
Την βλέπω να έρχεται καταπάνω μου. Φοβάμαι πως δεν θα διστάσει κιόλας να με κλοτσήσει στην κοιλιά. Όμως όχι, έχει κάτι άλλο στο νου. Και χωρίς αναστο­λές τα κοκαλιάρικα χέρια της τραβάνε το παλτό μου. Ο εφιάλτης συμπληρώνεται με το ξέφρενο γέλιο της. Εγώ σφίγγω όσο μπορώ το παλτό με τρελή, βασανιστι­κή αγωνία. Το παλτό σκίζεται, τραβιέται. Αποκαλύπτει.  Αποκαλύπτομαι μπροστά της. Με κοιτάζει ειρωνικά. Ώστε μας κοροϊδεύετε Μαρία;  Ποια είναι λοι­πόν η αιτία όλου αυτού του παιχνιδιού; Νιώθω να βουλιάζω σ' ένα ατέλειωτο πηγάδι χωρίς πάτο.  Ο ί­λιγγος κάνει το κεφάλι μου να βουίζει. Ασυναίσθητα τα χέρια μου  σφίγγουν την κοιλιά μου. Η μέγαιρα στέ­κεται μπροστά μου και γελά. Ακόμη πιο δυνατά. Το γέλιο ακούγεται στη διαπασών. Το χαχανητό της σκορπιέται στο χώρο. Ξαναγυρίζει, ατέλειωτη βουή. Στα χέρια της γυαλίζει ένα τρυπάνι. Θέλει μ' αυτό να παραβιάσει την κοιλιά μου. Δεν μπορώ να την εμποδί­σω. Ούτε καν ν' αντιδράσω. Μου λείπει η δύναμη. Ή θέλω κι εγώ να μάθω τι κρύβεται εκεί μέσα. Προσπα­θώ να μιλήσω. Δεν βγαίνει ήχος. Κάπου στο βάθος ο εγκέφαλος μου στέλνει απεγνωσμένα μηνύματα.  Αν δεν έχω τρελαθεί σίγουρα έχω πολύ κουραστεί.
Η εικόνα της κυρίας Αντωνίας Σ. μεταβάλλεται. Θολώνει και ξαναπαίρνει σάρκα και οστά. Το κρύο της χαμόγελο διακοσμεί ξανά τα στεγνά χείλη. Κρατά ένα μεγάλο φύλλο χαρτί στα χέρια της. Με κοιτάζει ανέκφραστα στα μάτια. Λέει αυτό που κουβαλήθηκα σήμερα, εδώ μέσα, μ' αυτό τον καιρό ν' ακούσω. «Την ερχόμενη βδομάδα γίνεται το συμβούλιο. Θα περάσει η αίτηση σας οπωσδήποτε. Κάντε υπομονή.. Φάγαμε το γάιδαρο.»
Βλέπω τα δάχτυλα μου, έχουν ασπρίσει, σφίγγουν με δύναμη τις άκρες του παλτού μην ανοίξει. Η απέ­ναντι μου σηκώνεται αργά. Δεν γνωρίζει σίγουρα τί­ποτα για μένα. Τίποτα έξω απ' αυτά που τυπικά ζητά­νε οι αιτήσεις του ιδρύματος. Ονοματεπώνυμο. Χρο­νολογία γέννησης. Τόπος. Οικογενειακή κατάσταση. Μόρφωση, επάγγελμα, εισόδημα. Και δύο άτομα, όχι συγγενικά, να δώσουν πληροφορίες. Δεν ήξερε ποια ήμουν στ' αλήθεια. Αλλά αυτό τότε δεν το 'ξερα ούτε εγώ. Είναι τυπικά όλα αυτά είχε πει. Η βαθύτερη ου­σία είναι να μπορέσετε ν' αγαπήσετε το παιδί κι εκείνο να νιώθει πως έχει μια οικογένεια. Στην πραγματικό­τητα είχε κάνει ότι μπορούσε για να μ' απορρίψει, προβάλλοντας πάντα τυπικές, όπως επέμενε να τις ο­νομάζει, δικαιολογίες. Σχεδόν είχα αρχίσει να την α­ντιπαθώ πολύ όταν θυμήθηκα ότι πάνω απ' αυτή υ­πήρχαν άλλοι και πάνω απ' όλους το δημόσιο, μεγάλη η χάρη του, ο κύριος υπαίτιος της κατάστασης. Η σκέ­ψη μου μαλάκωσε και χαρίστηκα στην κυρία Αντωνία Σ. Ύστερα σκέφτηκα πως το δημόσιο αποτελείτο από άτομα σαν κι αυτή και της θύμωσα πάλι.

Σηκώθηκα προσεκτικά κρατώντας πάντα σφιχτά τυ­λιγμένο το παλτό μου. Οι φράσεις της αντηχούσαν α­κόμη στ' αυτιά μου. Θα περάσει το θέμα απ' το συμ­βούλιο την ερχόμενη βδομάδα. Είμαστε λοιπόν πολύ κοντά στο τέλος. Πολύ κοντά σε μια καινούρια αρχή. Η κυρία Αντωνία Σ. δεν απομακρυνόταν πολύ απ' τη γωνία του γραφείου της μην ξεφύγει απ' την τροχιά της ηλεκτρικής σόμπας. Μου μιλούσε ωστόσο σκύβο­ντας προς το μέρος μου. Ζήτησα να δω το μικρό Πα­ναγιώτη και συμφώνησε. Ο καιρός πλησίαζε και θα 'πρεπε να έχω εξοικειωθεί αρκετά μαζί του. Συμφω­νούσε πως καλό θα ήταν να τον έβλεπα από σήμερα όσο το δυνατόν συχνότερα. Κάθε μέρα αν μπορούσα. Κι εγώ το 'θελα. Κάτι πιο πολύ από θέληση. Ήταν ανάγκη. Αναλογιζόμουν ωστόσο με αγωνία πώς θα περνούσε όλος αυτός ο καιρός που θα επισκεπτόμουν εδώ στο ίδρυμα τον Παναγιώτη προσέχοντας να μην ανακαλύψει αυτή ή κανένας άλλος την κοιλιά μου.
Η κυρία Αντωνία φώναξε μια κοπέλα να με οδηγή­σει στους θαλάμους των παιδιών. Η νέα κοπέλα φο­ρούσε τη λευκή ποδιά του ιδρύματος. Το βλέμμα της είχε μια παθητικότητα ζώου. Όλη της η παρουσία με προκαταλάμβανε θετικά, ένιωθα όμως μια θλίψη. Σκέ­φτηκα πως θα είχε ζήσει όλη της τη ζωή στο ίδρυμα. Κι ίσως δεν θα 'φευγε ποτέ. Εκπαιδευόταν να γίνει μια καινούρια κυρία Αντωνία. Πρόσεξα σήμερα πως κούτσαινε ελαφρά απ' τ' αριστερό της πόδι. Κατάλα­βα γιατί ήταν ακόμη εδώ. Κανείς δεν γύρευε ποτέ να υιοθετήσει παιδί με πρόβλημα. Και η κοπέλα έδειχνε το πρόβλημα να το είχε εκ γενετής. Θυμήθηκα τα μυω­πικά μάτια του μικρού Παναγιώτη. Δεν με πείραζε αυτό το πρόβλημα. Δεν σήμαινε τίποτα για μένα μπροστά στην τρομακτική μου επιθυμία ν' ανταποκρι­θώ σ' αυτό το μοναδικό πράγμα που οι άλλοι περίμε­ναν από μένα. Έτσι είχα βαλθεί με κάθε τρόπο ν' α­ποκαταστήσω τη φύση. Να δικαιολογήσω στα μάτια τους την παρουσία μου ανάμεσα στους ζωντανούς. Τί­ποτ' άλλο δεν ζητούσαν από μένα. Κάθε άλλη πράξη μου θεωρείτο από περιττή μέχρι γελοία. Είχαν κερδί­σει την παράδοση μου πριν ακόμη δώσω μάχη.
Οι σκέψεις του παρελθόντος υποχώρησαν. Πήρε τη θέση τους χωρίς περιστροφές το βουνό από σάρκα που βάραινε μπροστά μου. Την ένιωθα να τεντώνει όλο και πιο πολύ. Πίστεψα ξαφνικά πως κάποια στιγμή θα σπάσει. Κι ο τόπος θα πλημμύριζε από έντερα, βλέν­νες, αίματα - μια δυσωδία.
Είχαν περάσει δυο χρόνια από τότε που ξεκίνησα τις ενέργειες μου στο ίδρυμα για να υιοθετήσω παιδί. Τώρα, δυο χρόνια μετά, θα μου έδιναν ένα. Τώρα δυο χρόνια μετά είχα κι εγώ γκαστρωθεί. Αλλά ακόμη δεν ήξερα τι άλλα παράξενα μου μαγεί­ρευε ο εαυτός μου.
Προχωρούσα μαζί με την κοπέλα αμίλητη  στους θαλάμους. Βρήκαμε το μικρό Παναγιώτη να ξεφυλλί­ζει κάποιο βιβλίο με εικόνες καθισμένο σ' ένα πάγκο. Τ' άλλα παιδιά γύρω του, μεγαλύτερα στην ηλικία, έ­παιζαν χρησιμοποιώντας πρωτόγονα παιχνίδια. Για τον Παναγιώτη δεν υπήρχαν παιχνίδια. Και οι άλλοι δεν τον έπαιζαν. Απόρησα γι' αυτό. Δεν σκέφτηκα να ρωτήσω μπροστά στην επιθυμία που μου παρουσιά­στηκε ξαφνικά να τρέξω και να τον γεμίσω φιλιά. Κρατήθηκα ωστόσο. Ακόμη δεν είχε περάσει η υπόθε­ση απ' το συμβούλιο. Ο μικρός με κοίταξε με το παι­διάστικο βλέμμα του,  λίγο φοβισμένο, λίγο ανέκφρα­στο, ήταν και δεν ήταν εκεί. Σιγουρεύτηκα. Η υπόθε­ση είχε πολλές πιθανότητες να περνούσε απ' το συμ­βούλιο με θετικά αποτελέσματα. Το ίδρυμα ήθελε ν' απαλλαγεί απ' το μικρό Παναγιώτη.  Άπλωσα το χέρι μου και μετά από ένα μικρό δισταγμό έβαλε μέσα του το δικό του χέρι. Τον τράβηξα ελαφρά και σηκώθηκε. Άφησε το βιβλίο προσεκτικά δίπλα του. Κινήσεις με­τρημένες. Οδηγημένες εκ των προτέρων από κάποιον μέσα στο ίδρυμα. Είχα δίκιο.  Αυτό που με φόβιζε πιο πολύ και συγκρατούσα τις εκδηλώσεις της συμπάθειας μου ήταν μη χαλάσω τη δική του μέχρι στιγμής, στε­ρημένη έστω, ισορροπία. Η κοπέλα του έβαλε ένα μι­κρό παλιό αδιάβροχο με κουκούλα. Ρούχα αταίρια­στα, φορεμένα πριν χρόνια από άλλα παιδιά του ι­δρύματος. Ο Παναγιώτης κι εγώ θα βγαίναμε μια με­γάλη βόλτα κάτω απ' το υπόστεγο για πρώτη φορά. Πρόσεξα τ' άλλα παιδιά - μας κοιτούσαν. Εμένα και το μικρό Παναγιώτη. Είχαν σταματήσει το παιχνίδι.  Δεν μπόρεσα να καταλάβω αν ζήλευαν. Ή αν κορόι­δευαν.
Βγήκαμε. Η κοπέλα έμεινε. Λίγα βήματα και τους άκουσα να γελούν. Όχι δεν κορόιδευαν. Έπαιζαν. Και η κοπέλα μαζί τους.

Κανείς από τους δυο μας δεν μιλούσε. Κατεβήκαμε στο λασπωμένο υπόστεγο περπατώντας χέρι χέρι ο κα­θένας βυθισμένος στα δικά του. Δεν του είχαν πει πως τον είχα ζητήσει. Το ίδρυμα το κρατούσε μυστικό. Με είχαν συμβουλέψει και μένα το ίδιο. Αν τελικά δεν τον έπαιρνα θα 'ταν μεγάλο πλήγμα για το παιδί. Είχαν δίκιο βέβαια. Μόνο που καθώς όλα γίνονταν στο περί­που έτσι, το κάθε παιδί καταλάβαινε συνειρμικά τι συ­νέβαινε και στο ίδιο. Και κάτι χειρότερο. Βούλιαζε στις αμφιβολίες. Προτίμησα να μην παραβιάσω αυτή την πλασματική ισορροπία και παρέμεινα αμίλητη. Μην ξέροντας τι να πω,  που να μην έκανε έναν απ' τους δυο μας να πονέσει. Πήγα να τον αγκαλιάσω και κρατήθηκα. Φοβήθηκα μην αισθανθεί κάτω απ' το παλτό μου τη μεγάλη μου κοιλιά.
Τον έβαλα να καθίσει σ' ένα μικρό πεζούλι που βρή­κα χωρίς λάσπες κάτω από το υπόστεγο. Υπάκουσε χωρίς καμιά αντίδραση. Η παθητικότητα του μπορού­σε να σε τρελάνει. Γονάτισα μπροστά του. Τα μάτια μου χωθήκανε βαθιά στα δικά του, διαπέρασαν το φράγμα των γυαλιών. Σαν θωπεία αγγίχτηκε το βλέμ­μα. Δεν έκλεισε τα μάτια. Έμεινε να με κοιτάζει και 'κείνος σιωπηλός, ανέκφραστος, το ένα μάτι λίγο δεξιότερα από το άλλο - μου είχαν πει πως διορθώνεται με εγχείριση. Του έσφιξα τα χέρια, χαμογέλασα. Περί­μενα. Τον ένιωσα να πάλλεται και ν' αμφιβάλλει. Ύ­στερα η επιθυμία μέσα του νίκησε. Χαμογέλασε και 'κείνος. Τα μάτια του μισόκλεισαν. Μείναμε έτσι να χαμογελάμε ο ένας στον άλλον μ' ελπίδα. Να κοιτιό­μαστέ στα μάτια. Άυλο  αγκάλιασμα. Σφιχτό. Σχεδόν ασφυκτικό. Αρκετή ώρα. Αισθάνθηκα το κρύο να με διαπερνά. Η βροχή μας πιτσιλούσε ασταμάτητα. Ο μι­κρός Παναγιώτης ακίνητος μη χαλάσει η στιγμή. Ρου­φούσε ελπίδα.
Και τότε ξαναφάνηκε δυνατός όσο ποτέ, οξύς, γε­μάτος αγωνία ο πόνος.
Με δίπλωσε πάλι στα δυο. Σχεδόν ξαπλωμένη στο υπόστεγο. Κομματιαζόμουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια του μικρού,  στο αφιλόξενο λασπωμένο τοπίο. Η κοιλιά μου έκανε ξανά την παρουσία της αισθητή. Δεν μ' άφηνε για πολύ να ξεχαστώ. Έσφιξα πιο δυνατά το μικρό, αδύναμο παιδικό χέρι. Ανταποκρίθηκε με αγω­νία. Η κοιλιά μου ξανάδινε το μήνυμα. Ήμουν γκα­στρωμένη. Το ερώτημα άστραψε στο μυαλό μου. Υ­πήρχε όλη την ώρα εκεί μέσα. Κι εγώ απέφευγα μόνο να το δω. Το ερώτημα δεν ζητούσε απλά απάντηση. Την απαιτούσε διεκδικητικά. Τι γυρεύω πια εγώ εδώ μέσα μ' αυτή την κοιλιά; Κοίταξα με δέος τον Πανα­γιώτη. Όλα ξανάρχισαν να θολώνουν. Μια ζάλη σαν ηλεκτρισμός πέρασε απ' το μυαλό μου, δεν ήταν η πρώτη φορά. Στεκόταν ακίνητος. Το χαμόγελο έσβηνε αργά στα χείλη του. Ένιωθε αναταραχή. Ίσως ο πό­νος να είχε φτάσει μέχρις εκείνον. Να 'χε λοιπόν κατα­λάβει; Το δίλημμα σφυροκοπούσε το μυαλό μου. Με χώριζε πάλι στα δυο και ήμουν μία. Το κάθε κομμάτι μου χώρια και πονούσε. Νόμιζα πως ο Παναγιώτης ετοιμαζόταν να φύγει. Του έσφιξα το χέρι πιο πολύ. Δεν είχε κινηθεί. Μια τρελή ιδέα αναδυόταν. Πώς δεν το είχα καταλάβει από πριν;  Απ' το βάθος μου ξεκι­νούσε ένα τρεμούλιασμα. Με ταχύτητα απλωνόταν παντού. Ο μικρός γελούσε, ένιωθε χαρά. Κι εγώ στρο­βιλιζόμουν, βουτούσα, χανόμουν μέσα στον εαυτό μου, κολυμπώντας σ' ένα κενό χωρίς βαρύτητα.
Κοίταξα το μικρό Παναγιώτη με το ξαναεμφανισμέ­νο μου χαμόγελο. Ήθελα να του το φωνάξω και κρα­τήθηκα. Ίσως ακόμη να 'ταν πολύ νωρίς για όλους να το μάθουν. Εγώ μονάχα ήξερα το μυστικό. Αν ήταν ποτέ δυνατόν. Μέσα στη μεγάλη μου κοιλιά να παίρ­νει σάρκα και οστά αυτός εδώ. Μήπως τρελάθηκα ή εγκυμονούσα στ' αλήθεια τον Παναγιώτη;
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο  
   
Το δωμάτιο μύριζε σάπιο. Σαν αίμα που έχει μείνει καιρό σ' ανοιχτή πληγή, δεν λέει να κλείσει. Το βοη­θούσε και η υγρασία του χώρου, ήταν υπόγειο. Όχι πολλά, έξι-εφτά σκαλιά αλλά έφταναν. Κοίταξα γύρω για παράθυρο, το μάτι μου σκόνταψε σ' ένα ξύλινο χώρισμα με ύφασμα. Ερχόταν ελάχιστο φως. Το πα­ράθυρο θα 'ταν απ' την άλλη μεριά του χωρίσματος, σκέφτηκα. Έλειπε το οξυγόνο από κει μέσα. Περισσό­τερο ήταν η ψυχική μου αναστάτωση που δεν βοηθού­σε. Στριμώχτηκα στη μικρή ψάθινη πολυθρόνα με το ξεκοιλιασμένο μαξιλάρι, άλλοτε θα 'ταν πορτοκαλί. Το καφέ του δεν έδειχνε να 'ναι χρώμα. Ρίγησα με τη σκέψη που τινάχτηκε ξαφνικά στο μυαλό μου. Αίμα; Πάει πολύ. Τίποτα ωστόσο δεν είναι πιο υπερβολικό από την πραγματικότητα.
  Το 'ξερα από παλιά. Το πιο ευαίσθητο κομμάτι του σώματος μου ήταν τα έντερα. Όταν κάτι πήγαινε στραβά και είχα αγωνία με συντρόφευαν. Άκουγα το γουργουρητό τους και ανησυχούσα πιο πολύ. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα ν' αδειάσω το περιεχόμενο τους αλλά δεν γινόταν τίποτα. Ήξερα και από άλλες φορές. Ύστερα ήρθε ο πόνος. Σουβλιά. Ένιωσα τον ιδρώτα να ποτίζει το μέτωπο. Γλίστρησε στη μύτη μου. Έσφιξα τα χέρια. Έπρεπε να κάνω υπομονή. Τράβηξα την μπλε ποδιά μου και σκούπισα τα χέρια μου πάνω της. Υγροί λεκέδες. Τον άκουσα να μιλά ψιθυριστά στο άλλο δωμάτιο. Πίσω από το πρόχειρο χώρισμα. Σκέφτηκα να το βάλω στα πόδια. Σε λίγο θα 'ταν πολύ αργά. Η σειρά μου πλησίαζε. Άκουσα τα δόντια μου να χτυπάνε. Η πόρτα στο χώρισμα άνοιξε και έκανε όλη την κατασκευή να κλυδωνιστεί επικίνδυ­να. Πήρα βαθιά ανάσα, μου ξέφυγε σαν στεναγμός. Ο χώρος πλημμύρισε έντονη μυρωδιά αντισηπτικού και φάρμακου. Λίγο ακόμη και θ' αναποδογύριζα το στο­μάχι μου προς τα έξω. Η Φ. το κατάλαβε. Ένιωσα το χέρι της να σφίγγει δυνατά το δικό μου. Την κοίταξα. Το βλέμμα μου κρεμάστηκε πάνω της. Έπλεα μέσα σ' αυτό. Ήταν ήρεμη. Τα μάτια μελιά. Σχεδόν μου χαμο­γελούσε. Ήξερε απ' αυτά. Είχε υποταχθεί. Δέκα λε­πτά, το πολύ ένα τέταρτο και έξω απ' την πόρτα. Ό­μως για μένα ήταν η πρώτη φορά. Κράτησα με το άλλο χέρι την κοιλιά μου, την ένιωθα να σκίζεται από την αγωνία. Μου αποκρίθηκε σφιχτή, τσιτωμένη, γονιμο­ποιημένη.
    Ο γιατρός με πλησίασε αργά τρίβοντας τα χέρια του. Μύριζε ολόκληρος πράσινο οινόπνευμα. Δεν ή­θελα να δει την ταραχή μου. Μπορεί να φοβόταν και να μ' έδιωχνε. Έδειξε ένα χαρτί να υπογράψω. Το κουνούσε μπροστά στα μάτια μου. Δεν καταλάβαινα. Τι διάολο σήμαινε αυτό; Η Φ. προθυμοποιήθηκε να το ελέγξει. Πήγανε οι δυο τους παραπέρα. Εγώ κρατιό­μουν όρθια από ένα ξεφλουδισμένο κάγκελο κατά μή­κος του τοίχου. Άκουσα το γιατρό να θυμώνει και μ' έσφιξε πάλι η αγωνία. Η Φ. ψαχούλευε στην τσάντα της. Ύστερα θυμήθηκε. Της είχα δώσει τα λεφτά σε φακελάκι και τα 'χε βάλει στην τσέπη της. Χαμογέλα­σε. Ήξερα ότι αν μπορούσε θα τον είχε κιόλας δαγκώ­σει.
Ο γιατρός τα τσέπωσε και τη χτύπησε στην πλάτη φιλικά, να μην ανησυχεί για τη φίλη της. Ύστερα γύ­ρισε προς εμένα. Το βλέμμα του με κοκάλωσε όρθια στον τοίχο. Το κεφάλι μου σουρνότανε στην γκριζό-λευκη λαδομπογιά. Μ' έσπρωχνε. Τα δόντια του κίτρι­να και μαυρισμένα στις άκρες. Αραιά. Καλύτερα να μη χαμογελούσε.
Ακούγαμε και οι δυο τους θορύβους της κοιλιάς μου. Σχεδόν ντράπηκα. Η μυρωδιά του φαρμάκου γι­νόταν όλο και πιο έντονη. Με ζάλιζε. Ο γιατρός μ' έσπρωξε στο άνοιγμα του χωρίσματος. Το βλέμμα μου στην άσπρη σχεδόν γκρίζα ποδιά του. Στο μανίκι στα­γόνες αίμα. Δεν είχα ωστόσο περιθώριο εκλογής. Χτυ­πούσε κιόλας το κουδούνι. Ερχόταν η επόμενη. Μια γριά με μαύρο τσεμπέρι και γκρίζα ρόμπα ξεπήδησε πίσω από κάτι κρεβάτια. Κρατούσε σφουγγαρόπανο, έσταζε ακόμη. Πέρασε από μπροστά μου σαν αστραπή και βγήκε ν' ανοίξει. Δεν τολμούσα να κοιτάξω. Εκεί, στη γωνία δεξιά, κάτω απ' το παράθυρο που έβλεπε το τζαμωτό του σε αυλή, ήταν τρία κρεβάτια. Στα δύο ξαπλωμένες - κίτρινες μέχρι λευκές - αναίσθητες κο­πέλες. Η μια βογκούσε. Ελαφριά. Σαν να 'βλεπε ε­φιάλτη. Το βλέμμα μου έψαξε το βλέμμα του γιατρού. «Ξυπνάει» ψιθύρισε μ' επαγγελματική σιγουριά. Του­λάχιστον δεν πεθαίνει σκέφτηκα. Ύστερα είδα το ά­δειο κρεβάτι δίπλα τους. Δεν ήθελε πολύ να καταλά­βω. Περίμενε εμένα. «Μη χασομεράμε παιδί μου.» Εί­χε δίκιο. Δεν είχε νόημα να το τραβάμε. Έμοιαζαν όλα τόσο απλά άλλωστε. Και ήταν. Λίγο πριν έρθω.
Ο γιατρός μ' έσπρωξε προς το χειρουργικό κρεβάτι. «Την κιλότα σου» είπε. Κι άρχισε να σκουπίζει με οινό­πνευμα μια σύριγγα. Το κεφάλι μου χτυπούσε. Ένιωθα μεθυσμένη. Άφησα την κιλότα μου στο μικρό σκαμνί μαζί με τις άλλες. Ο γιατρός μου 'κανε νόημα ν' ανέβω στο τραπέζι του χειρουργείου. Τα βήματα μου δεν ήταν και τόσο σταθερά. Κλυδωνιζόμουν αλλά προσπαθού­σα. Σκόνταψα ωστόσο πριν ανέβω σε κάτι σκληρό δί­πλα στο χειρουργικό τραπέζι. «Πρόσεχε παιδί μου.» Είχε έναν τρόπο ήρεμο. Ήξερε αυτός. Κοίταξα κάτω. Ακόμη το αντικείμενο τραμπαλιζόταν. Ήταν κόκκινο, σχεδόν καφετί. Υγρό με κομμάτια πηχτά που τρεμόπαι­ζαν εντός του. Σ' έναν τσίγκινο κουβά με σκουριασμέ­νες άκρες. Δίπλα στα πόδια του τραπεζιού. Και μύριζε σάπιο.
Ένιωσα πως ήθελα να κλάψω. Είχε μαζευτεί πολύ σφίξιμο τις τελευταίες μέρες μετά την απόφαση. Δεν μπορούσα φυσικά να το κρατήσω. Ήταν όλα πολύ διάχυτα. Το 'χαμε συμφωνήσει από κοινού. Ήταν εντελώς ξαφνικό. Πολύ πρόωρο. Δεν υπήρχε η δυνατότητα. Εκείνος με είχε κοιτάξει απεγνωσμένα. Η μάνα μου είχε κρύψει με τη σειρά της το πρόσωπο της στις παλάμες. Θα 'κανα παιδί στην ώρα μου, να μη βιαζόμουν. Μικρό κορίτσι, ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί πως είχα σχέσεις. Πού τα 'μαθα αυτά; Χάλασε ο κόσμος. Εκείνη έπρεπε πρώτα να παντρευτεί, που να μην έσωνε, κι έκανε εμένα για να τη βασανίσω. Έχει αγωνίες ένα παιδί. Εκείνη ποτέ δεν είχε μιλήσει έτσι με τη μάνα της. Τι να 'λεγε άλλωστε; Τόσα παιδιά. Εκείνη το τελευταίο. Μια ζωή τελευταία. Έτσι την πέρασε. Έλπιζε πως με το δικό της παιδί θα 'ταν αλλιώς. Δεν είχε άλλωστε και κανένα άλλο. Όλη της η ζωή εγώ. Και η ανταπόδοση; Σκατά. Μια ωραία μέρα της λέω: γκαστρώθηκα.
Είχα πιστέψει πως έπρεπε να της το πω. Φυσικά αμέσως μετά το είχα μετανιώσει. Δεν υπήρχε κανείς ωστόσο που να μπορούσε να μου βρει ένα γιατρό. «Δεν γίνεται να σε στείλω στον δικό μου» είχε πει. Χωρίς να μου εξηγήσει καταλάβαινα. Η ξαδέλφη μου της σύστησε κάποιον. Έκανε χρόνια αυτές τις δου­λειές. Σε κάτι στενά του Πειραιά. Στην Κοκκινιά. Σί­γουρος. Λίγα λεφτά. Σημασία έχει να κάνει καλά τη δουλειά του, είχε πει η μάνα μου. Εγώ επέζησα της είχε απαντήσει η ξαδέλφη μου, δέκα χρόνια πιο μεγά­λη από μένα. Ο δικός μου κι εγώ μοιραστήκαμε τα λεφτά. Τα γαμήσια και ο έρωτας - κομματιασμένα έμ­βρυα μπροστά μου. Δεν ήξερα αν αυτό που ανακάτευε το στομάχι μου ήταν μια σιχασιά ή αγωνία ή μια απε­ριόριστη θλίψη. Ίσως όμως να 'ταν και το ξάφνιασμα απ' την αποκάλυψη της πορείας μου. Η πεπατημένη. Πάντα είχα την ψευδαίσθηση πως ζούσα συγκλονιστι­κές ιδιαίτερες καταστάσεις. Εγώ, άτομο ξεχωριστό απ' άλλα. Προσωπική μοίρα. Δυνατότητα επιλογής. Σκα­τά. Ήμουν κιόλας στο κανάλι. Με το κεφάλι χωμένο βαθιά στα περιττώματα. Ανέπνεα ήδη την αποσύνθε­ση.
Ο γιατρός είπε στη γριά ν' αδειάσει τον κουβά. Είχε ξεχειλίσει απ' το πρωί. Τον σήκωσαν κι έσταζε. Μαύ­ρο αίμα στο δάπεδο. Δεν ήθελα να δω άλλο. Έκλεισα τα μάτια. Το λάστιχο έσφιξε δυνατά το αριστερό μου μπράτσο. Το δάχτυλο του γιατρού πίεσε τη φλέβα. Ένιωσα το τσίμπημα της βελόνας. Το ξένο σώμα εισχώρησε μέσα μου. Η φωνή του γιατρού αντήχησε κιόλας μακρινή στ' αυτιά μου. «Πώς σε λένε;» Ίσα ίσα πρό­λαβα να ψιθυρίσω Μαρία. Το μούδιασμα άρχισε από τα πόδια κι ανέβαινε πάνω. Έμοιαζα να 'μαι μονάχα η μισή. Η κοιλιά μου πέταξε στην ανυπαρξία. Το μυα­λό ακόμη εντούτοις σε λειτουργία. Είχε μια γλύκα αυ­τή η φυγή. Κατάλαβα το χέρι του γιατρού, ξεκούμπω­νε την ποδιά μου μέχρι πάνω. Έπρεπε να την είχα βγάλει. Αν τη γέμιζε αίματα πως θα πήγαινα αύριο σχολείο. Δεν είχα τη δύναμη να το πω. Η νάρκωση ανέβαινε. «Πώς σε λένε;» Το χέρι του ζουλούσε τα στήθια μου. Ακόμη ένιωθα κάτι απ' ό,τι γινόταν. Έ­τριβε τις ρώγες με μανία. Η νάρκωση ανέβαινε. Οι ήχοι ακούγονταν θολοί, μακρινοί, σαν απ' το βάθος ενός άπατου πηγαδιού. Μπερδευόμουν προσπαθώντας να καταλάβω. Κι έφευγα. Ίσως έτσι να 'ταν ο θάνατος. Μια μικρή κραυγή. Να 'ταν του γιατρού; Μια ανάσα βαριά στ' αυτί μου. Επιτέλους ο εγκέφα­λος μου βυθίστηκε στο σκοτάδι.


    Τα πόδια μου είχαν αρχίσει να πονάνε έτσι όρθια και τεντωμένα. Πόσες ώρες καθόμουν μπροστά στο παράθυρο να κοιτάζω τη λασπουριά των δρόμων; Η μνήμη ποτέ δεν λησμονεί. Έπιασα την κοιλιά μου γυρεύοντας απάντηση. Μ' αποκρίθηκε ζωντανή, τσιτωμένη, τεράστια. Κινήθηκα αργά προς το μικρό γραφείο του καθιστικού. Εκεί κλειδωμένο ένα κομμάτι του εαυτού μου. Έψαξα με χέρια που έτρεμαν. Και νάτος. Ο κίτρινος φάκελος. Με τις εξετάσεις. Είχαν ημερομη­νία πριν τρία χρόνια. Τέτοια εποχή. Φλεβάρης ήταν και τότε θυμάμαι. Το 'λεγαν καθαρά. Δεν μπορούσα να συλλάβω πια. Το λευκό υγρό δεν είχε περάσει τις σάλπιγγες. Με πονούσε άδικα. Έμενε πίσω. Τα όργα­να είχαν σφαλίσει για τα καλά. Ατέλειωτες συμφύσεις από μολύνσεις. Ο γυναικολόγος με είχε κοιτάξει ερω­τηματικά. Παραδέχτηκα όλες τις μαλακίες που είχαν συμβεί εκεί κάτω μου. Μίλησα για τρεις εκτρώσεις, ήταν πέντε. Στον ίδιο γιατρό. Ήμουν δεκάξι την πρώ­τη φορά. Ένα κομμάτι κρέας που 'σταζε στο χειρουρ­γείο την ψυχή του. Φοβόμουν πως θ' αδειάσω. Μετά από χρόνια έμαθα ότι ο γιατρός πέθανε. Την τελευ­ταία φορά κόντεψα να πεθάνω κι εγώ. Τόσα αντιβιο­τικά δεν θυμάμαι να είχα πάρει ούτε με την αμυγδαλίτιδα και τις άλλες αρρώστιες μου μαζί. Ήταν η χαρι­στική. Έτρεμε το χέρι του πολύ όταν βύθιζε την ένε­ση. Σχεδόν δεν είχε ζητήσει καν τα λεφτά προκαταβο­λικά. Του τα 'χα δώσει από συνήθεια, τα πήρε αφηρη­μένος. Καταλάβαινα πως δεν ένιωθε καλά, τον είχα πιέσει. Η γριά είχε πάει στο χωριό της. Το χειρουρ­γείο άδειο. Δεν δούλευε πια. Μόνο κάτι παλιές γνω­στές. Για χάρη πιο πολύ. Έκτακτες περιπτώσεις. Ο γιος του σπούδαζε γιατρός στο Λονδίνο. Αν προλά­βαινε θα του άνοιγε ο ίδιος το ιατρείο κάπου στο Κο­λωνάκι. Ούτε συζήτηση για την Κοκκινιά. Φυσικά γυ­ναικολόγος. Έπαψα να τον ακούω. Η νάρκωση κου­κούλωσε ξανά τις αισθήσεις. Φεύγοντας ταλαιπωρή­θηκα πολύ να βρω ταξί. Βγαίνοντας, στο γκρίζο κάθι­σμα είδα μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα. Έκλεισα την πόρτα γρήγορα μη δει ο ταξιτζής. Η αιμορραγία δεν σταμάτησε παρά δεκαπέντε μέρες μετά. Στο μεταξύ ο χασάπης μου είχε πεθάνει. Δεν πρόλαβε να μου συ­στήσει αντιβιοτικά. Τα πήρα μόνη μου από το φαρμα­κείο.
Ο γυναικολόγος κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του και συμπλήρωσε κάποιες ακόμη παρατηρήσεις στα χαρτιά. Ίσως κάτι μπορούσε να γίνει με εγχείρηση στο εξωτερικό, αλλά και αυτό με πιθανότητες επιτυχίας κάτω από 40%. Η περίπτωση μου ήταν πολύ άσχημη. Τα γεννητικά μου όργανα είχαν γίνει αδιαπέραστα. Σαν να τα 'χανε χτίσει με μπετόν. Τελεία και παύλα.
Άναψα το φως, είχε σκοτεινιάσει πια. Η βροχή εξακολουθούσε να σημαδεύει το λασπωμένο δρόμο. Επτά και μισή. Το ρολόι είχε ξανά σταματήσει. Φθαρμένη μηχανή, δούλευε πότε πότε σαν από θαύμα. Το είχα κι εγώ ταλαιπωρήσει πολύ με μικροεπισκευές, τις αναλάμβανα προσωπικά. Είχα πάθος με τα ρολόγια. Πολλά παλιά ρολόγια ένα γύρω. Δεν δούλευαν. Χρό­νος σταματημένος. Τ' αγαπούσα πιο πολύ. Όταν έκα­ναν ακόμη ένα γύρο. Κι ύστερα πέθαιναν. Κι εγώ πάλι τ' ανάσταινα. Για δυο τρεις μέρες, ή για πέντε ακόμη λεπτά.
Πονούσα πάλι - κάθισα στην καρέκλα μπροστά στο γραφείο. Τύλιξα προσεκτικά τις εξετάσεις, τις έκρυψα στο φάκελο, το συρτάρι κατάπιε ξανά την πληγωμένη φύση μου. Αργότερα είχα αποφασίσει να υιοθετήσω παιδί. Η δικαιολογία της ύπαρξης με ροκάνιζε. Κάτι έπρεπε να κάνω κι εγώ στη ζωή μου. Σχεδόν είχα αρ­χίσει να νιώθω διαλυμένη σαν σκόνη. Αναστήθηκα με την ιδέα. Το να αποκτήσεις ένα παιδί είναι αυτοσκο­πός. Δεν ρισκάρεις. Δεν ψάχνεις. Δεν αναλώνεσαι. Τ' αφήνεις κι έρχεται. Κυλάς μαζί του. Κέρδισες. Δεν σου ζητάει κανείς τίποτ' άλλο. Είναι ο υπέρτατος σκο­πός. Κλείνεις τα μάτια ευτυχισμένη. Έκανα το καθή­κον μου. Ωστόσο κάποιο λάθος θα έχει γίνει και το θηρίο εξακολουθεί να δαγκώνει παρ' όλ' αυτά.
Σε λίγο ο μικρός Παναγιώτης θα τρέχει πάνω στο παλιό χαλί αυτής της κάμαρας. Κλείνω τα μάτια. Χα­μογελώ . Το ρολόι δουλεύει ξανά. Γίνονται θαύματα. Κρατώ την κοιλιά μου. Ποιος θα το πίστευε; Εγώ η Μαρία που κάνω θαύματα με τα ρολόγια έκανα ένα και στον εαυτό μου. Όσο πιο πολύ το σκεφτόμουν, τόσο πιο πολύ βεβαιωνόμουν πως εκεί κάτω στη μεγά­λη μου κοιλιά αναπτυσσόταν ο μικρός Παναγιώτης. Το τρίχρονο μυωπικό παιδί που το βρεφοκομείο απο­φάσισε να ξεφορτωθεί. Δεν τολμούσα βέβαια ακόμη να μιλήσω σε κανένα για όλα αυτά. Ιδιαίτερα στον Λύσιο. Θα 'ταν ικανός να με βγάλει τρελή και θα του το χρωστούσα και χάρη. Έτσι έκανε πάντα όταν δια­φωνούσε σε κάτι. Η κοιλιά μου όμως ήταν προσωπικό μου θέμα και απαιτούσε ιδιωτικό χειρισμό. Ακόμα, ευτυχώς, μπορούσα να τα κρατώ μυστικά όλα αυτά. Μ' ευχαριστούσε τόσο πολύ που είχα επιτέλους ιδιω­τική ζωή. Έπαιρνα στα μάτια μου άλλη αξία. Χώρια που η ιδιωτική μου αυτή ζωή θα έφερνε στον κόσμο ένα παιδί. Δεν θα 'μουν πια η οποιαδήποτε Μαρία. Αλλά η μητέρα του Παναγιώτη. Όπως η δική μου. Δεν ήταν απλά η Ελένη. Ήταν η μητέρα της Μαρίας. Διαπερνούσε το χρόνο μ' αυτό. Γινόταν αθάνατη. Άφηνε πίσω της έργο. Άξιζε που είχε υπάρξει στη ζωή.

Η ζαλάδα ήταν έντονη αυτή τη φορά. Δεν πρόλαβα να κρατηθώ. Ένιωσα να πέφτω. Νομίζω άκουσα μια μικρή κραυγή. Ήταν δική μου.

    Τον είδα να 'ρχεται κατά πάνω μου. Λασπωμένα παπούτσια πάνω στο χαλί. Ανέπνεα βρεγμένο χώμα. Ένιωσα έναν πόνο βαρύ στην κοιλιά μου. Την βρήκα σφηνωμένη ανάμεσα στον καναπέ και το τραπεζάκι μπροστά του. Τραβήχτηκα. Ο Λύσιος με βοήθησε να σηκωθώ. Καθίσαμε δίπλα δίπλα στον καναπέ. Με κοί­ταξε σχεδόν τρομαγμένος. Στα ρούχα του στέγνωνε η βροχή. Μ' έπαιρνε στο τηλέφωνο όλη μέρα. Δεν ήμουν ούτε στο γραφείο. Ανησυχούσε. Τον κοίταξα έκπλη­κτη. Είχα από καιρό την εντύπωση πως για 'κείνον δεν σήμαινα πολλά. «Κάνεις λάθος», με φίλησε. Η κοιλιά μου εμπόδιζε την απόλυτη επαφή.
    Φορούσα ακόμη το παλτό. Ο Λύσιος πέρασε το χέρι του από μέσα ψάχνοντας την κοιλιά μου. Την άγγιξε. Έμεινα ακίνητη. Περισσότερο το μάντευα παρά το αισθανόμουν. Την πασπάτευε. Άνοιξε το παλτό μου. Το χέρι του τριγύριζε ακολουθώντας το σχήμα της. Την έπιασε και με τα δύο. Δεν ήταν εύκολο να τη ζουλήξει. Μου ξέφυγε φωνή. Είχα πονέσει. Την ψαχούλε­ψε καλά και ύστερα σταμάτησε. Έμεινε για λίγο σκε­πτικός και ύστερα με κοίταξε. Δεν προσπάθησα να τον βγάλω από τη δύσκολη θέση. Καλύτερα να γευτεί όλο το μεγαλείο του θαύματος σκέφτηκα, αφού έτσι κι αλ­λιώς το ανακάλυψε. Περίμενα. Και η ερώτηση ήρθε. Όχι δεν είναι φούσκωμα. Ναι είμαι γκαστρωμένη. Φυσικά και το ξέρω αφού έχω κοντά τρεις μήνες καθυ­στέρηση. Το τσεκάρισα σήμερα.
Ο Λύσιος αποτραβήχτηκε, άναψε τσιγάρο. Τον έ­νιωθα να γίνεται μακρινός. Ποτέ δεν ήταν στ' αλήθεια κοντά. Καθένας βουτηγμένος στον εαυτό του. Προχω­ράμε παράλληλα. Δίπλα. Πάντα ωστόσο μια απόστα­ση. Τόση που να μην καίγεσαι στην ίδια τη φωτιά. Να μη σε ταράζει η ίδια τρεμούλα. Ό,τι ζητάει ο ένας απ' τον άλλον το προσφέρει ο ίδιος στον εαυτό του. Είναι η ψευδαίσθηση της σχέσης. Ο Λύσιος δεν είχε ζητήσει ποτέ τίποτ' από μένα. Ο καθένας ήξερε το ρόλο που έπρεπε να παίζει για τον άλλο. Το δεχόταν αδιαμαρ­τύρητα. Μας είχαν πει πως αυτά είναι δοσμένα απ' τη φύση. Πάει και τέλειωσε. Νομίζαμε πως αγαπιόμα­σταν. Δεν είχαμε ανακαλύψει ακόμη την μπλόφα. Η παγίδα μάς είχε γραπώσει και τους δυο. Ο ένας νόμιζε πως ο φταίχτης ήταν ο άλλος. Ο ένας γαμούσε για να τιμωρήσει. Ο άλλος γαμιόταν για να εξιλεωθεί. Ο Λύ­σιος όμως σήμερα μυρίζεται έναν κίνδυνο μεγαλύτερο από ποτέ. Με κοιτάζει σαν να τον έχω κιόλας κοροϊδέ­ψει. Νιώθω μια απειλή να πλησιάζει. Δεν μιλά. Βγά­ζει το παλιό του μοντγκόμερι και τινάζει τις ελάχιστες σταγόνες βροχής που δεν έχουν ακόμα στεγνώσει. Κά­νει κρύο εδώ μέσα χωρίς καλοριφέρ. Ακόμη δεν έφε­ραν πετρέλαιο. Μίλησε στη διαχειρίστρια, την είδε στο ασανσέρ. Αύριο της υποσχέθηκε το βενζινάδικο πως θα μας στείλει. Ξέρω η Τοτάλ εδώ δίπλα. Ναι. Πάντως το κρύο κάνει καλό. Σκοτώνει τα μικρόβια. Άσχετες συζητήσεις για ν' αποφύγουμε την ουσία. Πάντα μιλάγαμε πολύ. Και για όλα. Έλεγε ο καθένας τα δικά του. Από το ένα θέμα στο άλλο. Δεν είχε ση­μασία αν μιλούσαμε και οι δύο για το ίδιο. Αν συμφω­νούσαμε ή διαφωνούσαμε. Αν άκουγε καν ο ένας τον άλλον. Απλά θέλαμε να νιώθουμε μια ακόμη παρου­σία πέρα απ' τη δική του ο καθένας σ' αυτό το δωμά­τιο. Νιώθαμε τότε πως είχαμε μια δικαιολογία της ύπαρξης μας. Ακόμη και η απειλή σου έδινε τη διαβεβαίωση πως υπάρχεις. Πίστευα πως έτσι ήταν και για τους δυο μας. Αργότερα κατάλαβα πως ο Λύσιος στήριζε πολύ περισσότερο την ισορροπία του σε μένα απ' ότι εγώ σ' αυτόν. Άλλωστε ίσως να μην είχα στηριχθεί στ' αλήθεια ποτέ εγώ πάνω του. Να ήταν έμμεσα το στήριγμα μου, μέχρι που αποφάσισα να πάω στο ίδρυ­μα. Και τώρα με το θαύμα της κοιλιάς μου νιώθαμε και οι δυο πως κάτι θ' άλλαζε την ήδη υπάρχουσα ισορροπία ανάμεσα μας.
    Τον ένιωθα ταραγμένο. Όσο περνούσε η ώρα πιο πολύ. Ζήτησε ένα ποτό. Το κονιάκ βόλευε πιο καλά με τέτοιο κρύο. Η μικρή ηλεκτρική σόμπα περισσότερο φώτιζε παρά ζέσταινε το χώρο. Ήπια και γω μαζί του. Τον ρώτησα για φαγητό. Δεν είχε φάει αλλά δεν ένιωθε και πείνα. Το ίδιο κι εγώ. Αργότερα σκέφτηκα το μωρό στην κοιλιά μου. Δεν θα 'πρεπε να μένω νη­στική. Το έμβρυο θα 'τρωγε τότε απ' τις σάρκες μου. Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που γκαστρωμένες γυ­ναίκες έχαναν τα δόντια τους ή τα μαλλιά τους. Σκέ­φτηκα να βράσω δύο αυγά και τα φάγαμε με λίγες φρυγανιές και τυρί. Προγραμμάτισα μάλιστα το βρά­δυ πριν πέσω να πιω κι ένα ποτήρι γάλα. Δεν θα 'κανα άσχημα αν το εφάρμοζα κάθε μέρα αυτό. Το γάλα έχει ασβέστιο και χρειάζεται για τα κόκαλα του παι­διού, είχα ακούσει σε κάποια ραδιοφωνική εκπομπή.

    Άναβε το τρίτο τσιγάρο μετά το αυγό. Βάλαμε κι άλλο κονιάκ. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά από συναι­σθήματα. Με ρώτησε τι είχα σκοπό να κάνω. Κούνησα τους ώμους. Το 'βλεπα απλά σαν ένα καθημερινό γε­γονός και τίποτ' άλλο, είπα ψέματα. Δεν θ' άλλαζε σε τίποτα τη ζωή μας. Ήπιε μια γουλιά κονιάκ χωρίς να μιλήσει. Δεν πίστευε κουβέντα. Ξέραμε ο ένας τον άλ­λο πια, από συνήθεια. Έσβησε το τσιγάρο του με μι­κρές επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Αυτό το έκανε ό­ταν ήταν αναστατωμένος πολύ. Κανείς μας δεν διέκο­πτε τη σιωπή. Είχε σφηνώσει ανάμεσα μας. Κάτι σαν πάλη, ποιος θα φανεί πιο ψύχραιμος στον πανικό του άλλου.
Ο Λύσιος σηκώθηκε. Ήταν πια εννέα. Ήθελε να προλάβει τα νέα στην ΕΡΤ. Μια ωραία δικαιολογία να κοπάσει η ένταση ανάμεσα μας. Περισσότερο τον ενδιέφερε ο καιρός, είπε. Αύριο είχε πολλές διαδρομές να καλύψει με το αυτοκίνητο. Το καθίκι ο Παπαδάκης θα διάλεγε πάλι αυτόν να βγάλει το φίδι απ' την τρύ­πα με τέτοιο καιρό. Γεννήθηκε το θέμα της σόμπας αυτομάτως. Ποιος θα την κρατούσε απ' τους δύο. Με­ταφέρθηκα λοιπόν και γω στον καναπέ μαζί του και δίπλα μας μπήκε η σόμπα. Έκλεισα το φως στην κου­ζίνα μην καίει άδικα και πήρα μαζί το κονιάκ. Αύριο θα ξέπλενα τις αυγοθήκες και τα κουταλάκια. Με τέ­τοιο καιρό που να βάλω τα χέρια μου στα νερά. Το θερμοσίφωνο της κουζίνας δεν τ' ανάβαμε σχεδόν πο­τέ για οικονομία.
Κάθισα δίπλα του. Ο Τέρενς Κουΐκ είχε αρχίσει κιόλας τα δικά του. Το θέμα της ημέρας οι βροχές σ' όλη τη χώρα. Έμοιαζε να είναι το πιο σημαντικό γε­γονός που μας συνέβαινε την τελευταία βδομάδα κα­θώς άδειαζαν και τα αποθέματα των τροφίμων μας στις λαϊκές και στα σούπερ μάρκετς. Λίγο ακόμη και η χώρα θα 'μοιαζε σαν να 'βγαινε από πόλεμο. Ο καιρός δεν μας είπε κάτι καλύτερο. Ο παρουσιαστής ανάγγει­λε άλλον μετεωρολόγο και μεις είδαμε άλλον στο γυα­λί . Καλύτερα γιατί αυτόν τον καραφλό τον συμπαθώ περισσότερο. Μοιάζει να χαμογελά ακόμη κι όταν μι­λάει για κατακλυσμούς. Η κακοκαιρία συνεχίζεται λοιπόν και αύριο για όγδοη μέρα. Ανταλλάξαμε βλέμ­ματα. Ίσως μπορούσα ν' αποφύγω σκέφτηκα και πάλι το γραφείο. Θα 'κανα κάποιες μεταφράσεις στο σπίτι. Θα 'φτιαχνα και ρεβύθια σούπα, ταίριαζαν στον και­ρό . Σχεδόν χάρηκα. Περισσότερο μου άρεσε η σκέψη πως θα μέναμε οι δυο μας, εγώ και η κοιλιά μου, μόνοι μας. Είχαμε πολλά να σκεφτούμε. Το κατάλαβε. Δεν είπε τίποτα. Το είδα όμως ότι το κατάλαβε. Έπαιξε τα μάτια και κοίταξε αλλού. Κλείσαμε την τηλεόραση. Είχε ένα ελληνικό αστυνομικό. Σαχλαμάρα. Δεν πετύ­χαινε η συνταγή ποτέ όταν προσπαθούσαν να μιμη­θούν τα ξένα. Ουαί. Μου 'ρχόταν πάλι εμετός και δεν έφταιγε η εκπομπή τώρα γι' αυτό. Αναλογιζόμουν το κρεβάτι. Η σκέψη τριβέλιζε το μυαλό μου. Μ' αυτή τη κοιλιά φοβόμουν το γαμήσι. Τριών μηνών βέβαια κα­νένας δεν σου λέει να μην το κάνεις. Δεν μοιάζει διό­λου επικίνδυνο, αλλά η δική μου η κοιλιά τόσο απότο­μα που είχε μεγαλώσει έδειχνε σαν επτά. Και την ένιωθα να τσιτώνει κι άλλο.

    Ο Λύσιος με κοίταξε περίεργα ενώ γδυνόμουν τουρτουρίζοντας μπροστά στο σομπάκι - το μεταφέραμε στην κρεβατοκάμαρα. Πρόσεξε και 'κείνος ό,τι είχα επισημάνει κι εγώ. «Σίγουρα λες μόνο τριών μηνών;» Τον διαβεβαίωσα, γιατί στ' αλήθεια θυμόμουν ότι πριν είχα περίοδο. Ήταν άλλωστε και σημειωμένο στο ημερολόγιο μου. Με κοίταξε στα μάτια σχεδόν απελ­πισμένος. Ήθελε πολύ να το πιστέψει. Είπε: «Υπάρ­χουν  ξέρω περιπτώσεις που είναι γκαστρωμένες και έχουν περίοδο.» Αυτό ήταν. Πώς δεν το είχα κι εγώ σκεφτεί τόσες ώρες. Με τόση μεγάλη κοιλιά δεν ήταν δυνατόν να ήμουν μόνο τριών μηνών. Τι μαλακίες κά­θομαι και λογαριάζω. Θα 'μουν επτά σίγουρα, μπορεί και οκτώ. Σκέφτηκα την υπόθεση μου που θα πέρναγε την άλλη βδομάδα από το συμβούλιο του ιδρύματος και ρίγησα. Σήμερα ήταν Πέμπτη. Μπορεί να 'μουν κιόλας στον ένατο. Γι' αυτό και οι πόνοι. Μπορεί σε τέσσερις πέντε μέρες να γεννούσα.
Έκλεισα τα μάτια. Μια ταραχή ξεκινούσε πάλι από τα σωθικά μου και απλωνόταν σ' όλο το σώμα. Ένιω­σα τα πόδια και τα χέρια μου να τρέμουν. Το μυαλό μου σφίχτηκε. Ήταν μέσα μου όλα τόσο μπερδεμένα. Κρατήθηκα από την καρέκλα μην πέσω. Παλιότερα για τις ζαλάδες ο παθολόγος μου είχε συστήσει ηρεμι­στικά, τα 'παιρνα κατά καιρούς, παρ' όλο που δεν κα­ταλάβαινα πως μπορούσαν να θεραπεύουν τις ζαλά­δες. Τώρα δεν τα 'θελα. Φοβόμουν μήπως πειράξουν το παιδί. Το 'χα διαβάσει στις οδηγίες, αν θυμάμαι καλά.
    «Κρυώνεις.» Άκουσα τη φωνή του. Γιατί όχι; Μπο­ρεί να ήταν από το κρύο που έτρεμα. Φόρεσα το φανε­λάκι μου και χώθηκα κάτω απ' το πάπλωμα. Ήταν ζεστά. Το σώμα του Λύσιου είχε θερμάνει το κρεβάτι. Δεν έσβηνε το φως. Κοιτούσε μονάχα έξω απ' την τζαμόπορτα του μπαλκονιού. Είχε σταματήσει να ρί­χνει αλλά περιμέναμε να ξαναρχίσει όπου να 'ναι. Μακριά φώτιζαν τις στέγες αστραπές.
Το σκεφτόταν πολλή ώρα και τέλος το ρώτησε. Για τον μικρό Παναγιώτη. Το 'ξερα πως τον απασχολού­σε. Αν ήμουν γκαστρωμένη θα 'πρεπε να σταματήσω τη διαδικασία με τον Παναγιώτη. Τον κοίταξα στα μάτια. Με ψάρευε. Κρεμόταν απ' αυτή την απάντηση. Αναρωτήθηκα γιατί. Δεν το ρώτησα. Είχε στηρίξει πολλά στη σχέση μας έτσι όπως ήταν μέχρι τώρα. Δεν ήξερα τι ν' απαντήσω. Είπα μόνο, ναι, θα το σκεφτώ. Δεν ξέρω αν ησύχασε. Εγώ όμως άρχισα να καταλα­βαίνω πόσο είχε μπερδευτεί η κατάσταση. Ο Λύσιος είπε πως έτσι έπρεπε να κάνω. Να πω στο ίδρυμα ότι είμαι έγκυος. Όλοι θα προτιμούσαν το δικό τους παι­δί από ένα ξένο. Ωστόσο ο καθένας θα το καταλάβαι­νε. Το θέμα δεν ήταν εκεί. Να διαλέξω δηλαδή το δικό μου - δικό μας παιδί.
Τον κοιτούσα ακόμη προβληματισμένη. Ο Λύσιος απέφυγε το βλέμμα μου. Σφάλισε τα μάτια του γρήγο­ρα σαν να 'θελε να διώξει κάποιον εφιάλτη από μέσα του. Πώς δεν το 'χα αμέσως καταλάβει; Άρχιζε τώρα κάτι να ξεκαθαρίζει στο μυαλό μου. Ζούσα σε τέτοια ένταση, σχεδόν εξωπραγματική. Αυτό με βοηθούσε να συλλάβω ιδέες και καταστάσεις που μπορεί ποτέ άλλο­τε να μην το κατάφερνα. Ο Λύσιος πριν δυο χρόνια είχε δεχτεί την πρόταση μου για υιοθεσία γιατί το παι­δί δεν θα 'ταν δικό του. Δεν το 'βλεπε σαν μια αληθινή κατάσταση και γι' αυτό δεν είχε αρνηθεί. Στ' όνομα μου είχα ζητήσει από το ίδρυμα την υιοθεσία. Εγώ θα έπαιρνα το παιδί. Και σαν άγαμη που ήμουν δεν είχα δικαίωμα να διεκδικήσω κάποιο νεογέννητο και υγιές. Γι' αυτό μου έδιναν τον Παναγιώτη. Ο Λύσιος δεν θα 'χε καμία συμμετοχή. Ο Παναγιώτης θα ήταν γι' αυτόν απλά ένας συγκάτοικος. Τώρα το πράγμα βέβαια άλ­λαζε. Αν έβγαινε κάτι απ' την κοιλιά μου θα 'ταν και δικό του αφού είχαμε αποκλειστικότητα στο σεξ. Η σχέση μας λοιπόν έπαιρνε άλλη τροπή.
Το φως ήταν ακόμη αναμμένο. Και 'κείνος με τα μάτια κλειστά. Ένιωθα την κούραση να με τυλίγει ολοκληρωτικά. Έπρεπε να πάψω επιτέλους να σκέφτο­μαι. Έπρεπε να μετρήσω πάλι προβατάκια και να κοι­μηθώ . Η σημερινή μέρα είχε πολλά συσσωρεύσει. Ή­μουν από τα χαράματα ξυπνητή. Γύρισα πλευρό κι έ­κλεισα τα μάτια. Κλικ και σκοτείνιασε. Ο Λύσιος έ­σβησε το φως. Σιωπή. Ένιωσα ν' αρχίζει το ταξίδι. Βυθιζόμουν. Και τότε άκουσα πάλι να με φωνάζει. Δεν κοιμόταν. Δεν τον άφηνε η αγωνία να χαλαρώσει. Ο Λύσιος πίστευε πως μ' αγαπούσε. Μπορεί να 'ταν κι έτσι. Η αγάπη ήταν το όπλο του. Εγώ ήμουν το θύμα αυτού του όπλου. Ο Λύσιος με ήθελε όλη δική του. Κι αγωνιούσε για το τι περιείχε η τεράστια κοιλιά μου. «Μαρία, πρέπει να πας για τεστ.» Κατάλαβα πόσο μια θετική απάντηση θα 'ταν για κείνον οδυνηρή. Έβλεπα πως δεν ήθελε παιδί. Εκείνη όμως την ώρα δεν μπο­ρούσα να καταλάβω τη βαθύτερη αιτία που τον έκανε όχι μόνο ν' αντιδρά στην ιδέα ενός τρίτου προσώπου ανάμεσα μας, αλλά να φοβάται στην κυριολεξία την ύπαρξη του παιδιού.
Του πέταξα ένα «εντάξει» μόνο και μόνο για ν' απαλλαγώ απ' τις συζητήσεις και να κοιμηθώ. Το μυα­λό μου όμως δούλευε πυρετικά προσπαθώντας ν' ανα­λύσει τις αιτίες της τόσο μεγάλης του ταραχής. Δεν ήταν ότι δεν ήθελε παιδιά. Ήταν ότι είχε ένα παιδί. Με 'κείνην. Την άλλη. Την πρώην. Ένα κορίτσι. Δικό του. Ήταν ήσυχος. Τα είχε κάνει όλα. Είχε το έπαθλο του τελειωμένου καθήκοντος. Μια καλή δουλειά. Είχε κάνει οικογένεια. Έγινε πατέρας. Μετά βέβαια χώρι­σε. Πλήρωνε όμως ότι μπορούσε για διατροφή. Δεν είχε τίποτα από το προσχέδιο παραλείψει όταν έφτασε στην εκτέλεση. Ήταν κερδισμένος. Κάτι περισσότερο απ' αυτό. Πλήρης. Το διάτρητο θνητό σώμα βουλωμέ­νο καλά παντού με συναισθήματα. Δεν στάζει. Δεν εκρέει. Δεν αιμορραγεί. Στηρίζεται. Έχει ολοκληρω­θεί . Τα βήματα σταθερά. Διαγραμμένα με προϋποθέ­σεις επιτυχίας. Κι όμως. Κλυδωνιζόμενα. Σε κάθε βή­μα ο κίνδυνος μια τρύπα να πετάξει το βούλωμά της. Κι η ανασφάλεια να χυθεί. Σχεδόν ένιωθα μια έντονη λύπη γι' αυτόν, εγώ, με τα χιλιάδες ανοίγματα που αφοδεύουν την ψυχή μου μετά βδελυγμίας. Όσο και να σκέφτομαι δεν κατορθώνω να καταλάβω τι είναι εκείνο το ιδιαίτερο που τον φοβίζει σ' αυτό το παιδί.
Ο Λύσιος δεν κοιμάται. Νιώθει τον κίνδυνο να πλησιάζει. Δεν μιλά. Δεν μιλώ. Κάνω πως κοιμάμαι. Η ώρα περνά. Η νύχτα βαθαίνει. Η νύχτα ξασπρίζει. Ο Λύσιος πονά. Και με πονά. Το φως του φεγγαριού έχει εγκατασταθεί στο δωμάτιο. Χτυπάει αλύπητα το πρόσωπο του. Τον κοιτάζω. Τα μάτια του ανοιχτά. Το στόμα του ακόμα μια σχισμή σφιγμένο. Δεν μιλάμε. Ξέρουμε και οι δυο, οι λέξεις δεν εκφράζουν τις καταστάσεις. Αλλοιώνουν μόνο τα γεγονότα, κρύβουν τα συναισθήματα. Η επικοινωνία δεν γίνεται με λόγια.
Γέρνω στο δικό μου πλάι. Η κοιλιά μου διαγράφει το ημικύκλιο μαζί μου. Υπάρχει πάντα. Το ξέρουμε και οι δύο. Για διαφορετικό λόγο ο καθένας μας νιώ­θει φόβο. «Αύριο να πας κιόλας.» Το περίμενα. Κι ακόμα ξέρω πως πρέπει να το κάνω. Να μάθω επιτέ­λους. Δεν πιστεύω να κοιμηθώ. Σφαλίζω όμως τα μά­τια. Λίγες ώρες με χωρίζουν απ' το αύριο. Και αύριο θα μάθω την αλήθεια. Αυτό που κουβαλάω εντός.
Στριμώχνομαι στην άκρη άκρη του κρεβατιού προσπαθώντας να μην τον ακουμπήσω καθόλου. Έτσι ελπίζω να μην του περάσει καθόλου απ' το μυαλό η επιθυμία να γαμηθούμε απόψε. Η ένταση όμως είναι πο­λύ πιο δυνατή για να πιστέψει και ο ίδιος πως μπορεί να κοπάσει με έναν οργασμό. Δεν μας παίρνει απόψε για τέτοια.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3ο
   
Η αίθουσα λευκή, κάτασπρη, γυαλιστερή. Μεσ' το μυαλό μου υπήρχε πάντα αυτό το χρώμα σαν εφιάλ­της. Ξανά και ξανά στην ξαναμμένη σκέψη η άσπρη λαδομπογιά των χειρουργείων. Συνειρμικό το σφίξιμο στην καρδιά. Έδωσα στον υπάλληλο το μικρό βαζάκι με τα ούρα. Ήταν ακόμη ζεστά. Υγρά του σώματος μου προς εξέταση. Πάντα μ' ενοχλούσε αυτό. Εισχω­ρούσαν ψάχνοντας τα σωθικά μου, αναλύοντας και αποκρυπτογραφόντας τις μυστικές μου διεργασίες. Τα ναι και τα όχι μου. Τις άμυνες και τους συμβιβασμούς. Πάθη και όνειρα. Οι εκκρίσεις μου περικλείουν τον εαυτό μου. Είμαι εγώ που διατάζω. Είμαι εγώ που διατάζομαι από μένα. Εγώ είμαι ο παράδεισος και η κόλαση μου. Οι εκκρίσεις μου θα πουν την αλήθεια για το περιεχόμενο της κοιλιάς μου.
Η κοπέλα γράφει τ' όνομα μου στο μικρό αυτοκόλ­λητο χαρτάκι που κολλά στο βαζάκι. Με λένε Μαρία λοιπόν. «Επίθετο;» Το χαμόγελο μου δεν της λέει πολ­λά. Κυρίως δεν μαρτυρά αυτό που εκείνη θέλει. Μπο­ρώ να πω πως είμαι μια Μαρία απ' όλες. Ίσως κι όλες μαζί. Κι ίσως όχι μόνο αυτές. Αλλά άπασες. Είμαι όλες. Πάντα ένιωθα πως δεν ήμουν μόνο εγώ. Η μονα­ξιά μου δεν είχε σχέση με την ποσότητα των ατόμων, έστω κι αν αυτά δεν ήταν δίπλα μου, αλλά βαθιά κρυμμένα εντός μου. Η μοναξιά έχει σχέση με την ου­σία. Ή την αλήθεια, όπως θέλετε πέστε το. Η μοναξιά υπάρχει όταν δεν ξέρεις την αλήθεια. Η μοναξιά υ­πάρχει και όταν ξέρεις την αλήθεια. Η μοναξιά υπάρ­χει έτσι κι αλλιώς. Μόνο που στη δεύτερη περίπτωση δεν είναι πια εχθρός.
    Η κοπέλα περίμενε υπομονετικά. Κόντευα να την ξεχάσω. Έγραψε το επίθετο που κατάφερα να ψιθυ­ρίσω στη σύγχυση μου και ζήτησε να την ξοφλήσω. Σε δυο ώρες μπορούσα να έχω το αποτέλεσμα είπε κοιτά­ζοντας επιδεικτικά πλέον την τεράστια κοιλιά μου. Σί­γουρα δεν της είχε ξανατύχει τέτοια πλάκα. Μια πε­λάτισσα λίγο πριν γεννήσει να ρωτά αν είναι γκα­στρωμένη. Έκανα πως δεν το κατάλαβα. Άλλωστε αυτό ήταν κάτι που δεν το συζητούσα καν με τον εαυ­τό μου, πόσο μάλλον μ' αυτήν. Λίγο πριν φύγω με ρώτησε νομίζω αν, σε περίπτωση που το τεστ έβγαινε θετικό, ήθελα να προχωρήσουν σε ορμονικό προσδιο­ρισμό για να μου δώσουν τις πιθανότητες του φύλου. Την κοίταξα σχεδόν χωρίς να τη βλέπω. Μα είναι σί­γουρο πως πρόκειται γι' αγόρι, την αποστόμωσα. Το βλέμμα της κυριεύτηκε από μια υποψία. Πάγωσα όταν την κατάλαβα. Η κοπέλα του εργαστηρίου για εξετά­σεις ούρων με υποψιαζόταν για τρελή. Χαμογέλασα βεβιασμένα. Δεν ήθελα να δώσω συνέχεια. Ο κόσμος δίπλα μου ανανεωνόταν διαρκώς. Είχα μείνει ήδη πα­ραπάνω απ' όσο απαιτούσε η ανάγκη. Άλλωστε κανείς τους δεν θα μπορούσε να καταλάβει. Δεν είχα καν ούτε εγώ την πολυτέλεια της κατανόησης των πρόσφα­των γεγονότων. Απλά τα δεχόμουν.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Είχα ακόμη δυο ώρες χρόνο να μη γνωρίζω την αλήθεια. Κατηφόρισα την Αναγνωστοπούλου μέχρι την πλατεία. Δυο ώρες και­ρό . Είχε σταματήσει να ρίχνει και οι λάσπες πύκνωναν στους πατημένους δρόμους. Τα πεζοδρόμια βρόμικα γλιστρούσαν. Σκαλοπάτια από λευκό μάρμαρο, εκτυφλωτική λευκή γυαλάδα δίπλα στις λάσπες. Πάλι το λευκό ακτινοβολεί στο μυαλό μου. Και νάτο ξανά αυ­τό που κάθε τόσο υπονομεύει τον εαυτό μου. Κρατιέ­μαι στον πέτρινο τοίχο του μαγαζιού με την εντυπω­σιακή χρυσοασημιά βιτρίνα. Η μύτη μου κολλημένη στο τζάμι. Για κλάσματα του δευτερολέπτου βγαίνω εκτός. Η ζαλάδα μου με κυνηγά. Με νεκρώνει. Έλπι­ζα πως κάποτε αυτό θα μέρευε. Πατάω σταθερά το πόδι μου που είναι έτοιμο να μετρήσει τα σκαλοπάτια, να με τσακίσει στον ανώμαλο κατηφορικό δρόμο. Η πωλήτρια της μπουτίκ με κοιτάζει. Κοιτάζω το βλέμμα της που με βλέπει. Όχι, δεν πρόκειται για υποψήφια πελάτισσα. Μου γυρίζει την πλάτη και συνεχίζει τη δουλειά της.
Το κεφάλι μου βουίζει. Οι σκέψεις αστράφτουν ε­ντός. Κρατιέμαι από τους τοίχους των καταστημάτων πρώτης κατηγορίας και κατηφορίζω. Στην πλατεία τα καθίσματα υγρά αν και σκουπισμένα. Το εσωτερικό των καφενείων σκοτεινό. Μ' αρέσει το φως όταν είναι πρωί. Λατρεύω το σκοτάδι το βράδυ. Γλιστράω σε μια κόχη πολυκατοικίας στη Σκουφά. Λευκά σκαλιά οδη­γούν σε ψηλότερα πατώματα. Κάθομαι σ' αυτά στρι­μωγμένη στον τοίχο. Βαμμένος γκρίζος σκούρος, σχε­δόν με κάνει αθέατη. Ο κώλος μου παγώνει στο μάρ­μαρο. Είναι το λιγότερο που μπορεί να μου συμβεί. Κόσμος ανεβαίνει και κατεβαίνει. Κρατά πλαστικές σακούλες. Διακρίνω παπούτσια χορού. Μάγιες. Κο­λάν. Η Αθήνα διψάει να χορεύει. Να μη σκέφτεται. Μικρές και μεγάλες Μαρίες ακολουθούν το σωρό. Τις υποδείξεις. Από πάντα. Κι αυτό δεν τελειώνει ποτέ. Τους έχουν χτίσει ακόμη και την έξοδο κινδύνου. Με­τά γκαστρώνονται. Είναι μια λύση για να εξακολουθούν να υπάρχουν. Κι ύστερα περιμένουν το παιδί. Η αίθουσα αναμονής ποτέ δεν τελειώνει. Η γέννηση λένε βάζει το δικό της φωτοστέφανο. Ύστερα υπάρχει πια το παιδί. Το πιο γερό άλλοθι να διαιωνίζεις την ύπαρ­ξη σου. Αυτό δεν σταματά ποτέ. Ακόμη κι αν πάψει να βρίσκεται ανάμεσα στους ζωντανούς - μοτοσικλέ­τες, πόλεμοι, ναρκωτικά - εσύ πρέπει να εξακολουθείς να υπάρχεις. Κάποιος καλείται ν' ανάβει κερί στη μνήμη του, τριήμερα, εννιάμερα, σαράντα κι ύστερα τα χρόνια κυλάνε. Έχεις πάντα ένα λόγο να ζεις. Δεν λέω αιτία. Ποιος ξύνει πια με τα νύχια τον τοίχο;

Το ρολόι βαδίζει αργά κι εγώ πάλι καλπάζω. Κάθο­μαι στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Οι περαστικοί με κοι­τάνε, θα με θυμούνται αν με ξαναδούν; Χαμογελώ. Περιμένω. Στο μυαλό μου κουδουνίζουν καμπάνες, τα λεπτά που μετρώ. Μου μένουν ακόμη εβδομήντα λε­πτά για να αγνοώ την αλήθεια

Το κίτρινο σαν χρυσό μικρό σπορ αυτοκίνητο με τους μεγάλους προβολείς σταμάτησε μπροστά μου. Τα λεπτά που περίμενα με έκαναν να παγώνω. Είχε από ώρα σκοτεινιάσει. Ο οδηγός άνοιξε την πόρτα δίπλα του από μέσα. Χώθηκα γρήγορα ελπίζοντας να ζεστα­θώ, αλλά όχι μόνο γι' αυτό. «Με συγχωρείς.» Ήξερα υπήρχαν όλες εκείνες οι υποχρεώσεις που καμπουριά­ζουν τους ώμους των αντρών. Κι ύστερα κάνουν μια έτσι, αποτίναξη λέει, και νομίζουν ότι ξέφυγαν. Δια­λέγουν κάτι άλλο που καταλήγει στο ίδιο. Δεν έμαθαν το κόλπο της επιλογής. Ίσως γιατί απλά δεν υπάρχει. Τον κοίταξα. Το λευκό στρογγυλό πρόσωπο, μελαχρι­νό, εκφραστικό. Σγουρά μαλλιά. Φρεσκοξυρισμένος αλλά η περιοχή με τα γένια διαγράφεται έντονα. Θυ­μάμαι κάποιος φίλος του πατέρα μου έβαζε πούδρα, είπα. Χαμογέλασε. Όχι δεν ήταν αδελφή. Λίγη κοκεταρία παραπάνω δεν πειράζει. Είχε μεγαλώσει άλλω­στε στο εξωτερικό. Πάει αυτό. Το μικρό σπορ αυτοκί­νητο κυλά σιγανά. Μποτιλιάρισμα. Τα μαγαζιά έχουν κλείσει. Η λεωφόρος Αλεξάνδρας πηγμένη. Κάθε βρά­δυ το ίδιο. «Πού πάμε;» Κάπου εξοχικά. Ήξερε εκεί­νος. Βγήκαμε από την Αλεξάνδρας στη Μεσογείων και ο δρόμος άνοιξε πια. Το μικρό κίτρινο σπορ αυτοκίνητο απέδειξε ό,τι υποσχόταν. Ταχύτητα, σπινάρισμα, εκκωφαντική στροφή από το Σταυρό δεξιά για Παια­νία. Ο Λύσιος χαμογελούσε. Για μένα ήταν σαν να μη συνέβαινε τίποτ' απ' αυτά. Το μυαλό μου ταξίδευε αλ­λού . Χρειάστηκε να μου τονίσει τις ικανότητες του αυτοκινήτου, τα φαρδιά λάστιχα, το κράτημα στις στροφές, το σίγουρο φρενάρισμα, την ετοιμότητα του οδηγού του. Και φτάσαμε. Εξοχικό ταβερνάκι, λίγα φώ­τα, δεν έμοιαζε να είναι μέσα κανείς. Ώρα οκτώ και μισή. Οι συμπατριώτες μας βγαίνουν μετά τις δέκα. Τόσο το καλύτερο. Δεν είχα όρεξη για συναναστρο­φές. Με κοίταξε στα μάτια. «Σ' αρέσει εδώ;» Δεν ήξε­ρα ακόμα. Ωστόσο έμοιαζε ζεστό. Κατεβήκαμε. Κλεί­δωσε το αμάξι του προσεκτικά. Μου άνοιξε την πόρτα του μαγαζιού. «Πού θες να καθίσουμε;» Τράβηξε την καρέκλα μου. Επιτέλους απέναντι μου χωμένος στον κατάλογο των φαγητών. Δεν πεινούσα πια. Όλα έμοια­ζαν πολύ οργανωμένα. Λεπτό προς λεπτό. Στρατηγι­κή. Περίμενα το επόμενο βήμα. Ήρθαν οι πίτσες. «Μπίρα;» «Όχι κρυώνω αρκετά. Η καλύτερη ιδέα θα 'ταν κανένα κονιάκ.» «Δεν το 'χω ξαναπιεί με πίτσα.» «Για όλα υπάρχει μια πρώτη φορά.» Με κοίταξε με σημασία. Ύστερα αναζήτησε το ρολόι του. Κι άρχισε να τρώει βιαστικά. Προτίμησα να μην αρχίσω να συν­δυάζω από τώρα τα γεγονότα.
Το μυαλό μου πάντα προέτρεχε και μου χαλούσε τη στιγμή. Ιδιαίτερα εκ των υστέρων που αποδεικνυόταν πως είχα δίκιο. Ουδέν κέρδος ωστόσο μια και οι εξελί­ξεις σπανίως εξαρτιόνταν από τις δικές μου επιθυμίες. Μόνο μια άρνηση μπορούσε να επηρεάσει εκ μέρους μου τα γεγονότα. Αλλά άρνηση δεν σημαίνει ζω. Κι ύστερα πάντα ελπίζεις πως το επόμενο βήμα θα ξε­πλύνει την προηγούμενη αποτυχία. Θα καλύψει την αίσθηση του κενού.
«Δεν σ' αρέσει;» «Μου έκοψε την όρεξη το κονιάκ.» Βιάστηκε να ζητήσει το λογαριασμό και μέτρησε τα χρήματα ακριβώς. Κέρδιζε χρόνο. Το γκαρσόνι χαμογέλασε. Επιτέλους όλοι ήξεραν τι επρόκειτο να συμβεί τις επόμενες στιγμές μεταξύ μας. Σίγουρα η βιασύνη δεν σήμαινε πως τρέχαμε για να προλάβουμε αερο­πλάνο. Στο αυτοκίνητο έβαλε μουσική. Την είχε διαλέ­ξει από πριν προσεκτικά. Δεν ήταν απόλυτα του γούστου μου, είπα μ' αρέσει. Χειμώνας 1982. Δεν τολμούσα να 'χω επιθυμίες.
Το αυτοκίνητο σταμάτησε μαλακά μπροστά σ' ένα μονόροφο σπίτι, μισοχτισμένο με πέτρα. Απ' την τα­ράτσα ξέφευγε η καμινάδα του τζακιού. Γύρω συρμα­τόπλεγμα, πρασινάδα πυκνή, λιγούστρα ανέβαιναν γρήγορα χωρίς λουλούδια. Κρατούσε το μεγάλο κλειδί σε ιδιαίτερο κρίκο. Δεν ερχόταν συχνά. Χόρτα και λά­σπες ανακατωμένα. Μια λίμνη μικρή με τοιχάκι βαμ­μένο γαλάζιο και ξεπηδούσε ένα σιντριβάνι. Το καλο­καίρι γέμιζε τη λιμνούλα νερό. Κολυμπούσαν μου είπε βατράχια. Στο εσωτερικό του σπιτιού μάς τύλιξε η μυρωδιά της κλεισούρας. Είχε καλοριφέρ αλλά δεν θα προλάβαινε να ζεσταθεί. Καλύτερα με τη σόμπα. Δεν άναψε φως. Η σόμπα κοκκίνιζε το χώρο. Με παρέσυρε σ' ένα δωμάτιο απαλά. Απ' το παράθυρο αγωνιζόταν να μπει φως απ' το φανάρι του δρόμου. Τράβηξε βια­στικά τις κουρτίνες. Ίσως δεν έπρεπε ν' ανακαλύψω το χώρο. Θα 'ταν σαν να παραβίαζα τη ζωή του που λίγο ως πολύ προσπαθούσε να την κρατήσει μυστική. Καθίσαμε στο κρεβάτι. Είχε στρώσει πάνω του ένα σεντόνι. «Να 'μαστε καθαρά.» Το 'νιωθα υγρό. Άφη­σε το χέρι του να ταξιδεύει στο πρόσωπο μου. Τώρα πια κάθε σκέψη ήταν περιττή. Βάδιζα στην προκαθο­ρισμένη πορεία. Ελπίζοντας, είναι αλήθεια. Το 'χα ανάγκη. Η μοναξιά μου είχε κρατήσει πολύ. Μήνες. Στην ηλικία μου έμοιαζε ατέλειωτος χρόνος. Αφέθηκα στο χάδι του. Το χέρι του χούφτωνε τα βυζιά μου πά­νω απ' το λεπτό πουλόβερ. Οι ρώγες μου είχαν τεντω­θεί περιμένοντας. Κάτω μου άρχιζε να καίει μια φωτιά. Ο Λύσιος ταξίδευε τα δάχτυλα του μέσα στο σουτιέν μου. Ήθελα να το βγάλω, αλλά κρατιόμουν θέλοντας να έχει εκείνος την πρωτοβουλία. Οι ρόλοι προκαθορισμένοι. Η εκπαίδευση είχε αφομοιωθεί εύκολα. Δεύτερη φύση.
Τα χείλη του σιγοψιθύριζαν στ' αυτί μου. Φιλούσαν με δεξιοτεχνία το λαιμό μου. Ήμουν έτοιμη να εκρα­γώ . Το δωμάτιο είχε ολότελα φλογωθεί, κατακόκκινο σχεδόν ριγούσε από καβλωτικούς ατμούς. Η καρδιά μου βασανιζόταν στο στήθος μου. Ο Λύσιος κατάλα­βε. Μπορούσε να προχωρήσει. Χωρίς βία ξεκούμπωσε τα ρούχα μου. Τον βοήθησα να με απαλλάξει. Έμεινα με τη μικρή μαύρη μου δαντελένια κιλότα στο υγρό σεντόνι. Εκείνος μεθοδικά έβγαλε τα ρούχα του και τα στοίβαξε σε μια καρέκλα κάπου στο δωμάτιο. Ακόμη δεν είχα καταλάβει τα σύνορα των τοίχων. Ήρθε κο­ντά μου. Το φύλο του ορθωμένο κοντά στο πρόσωπο μου - με πονούσε η αναμονή της επαφής. Κάθισε δί­πλα μου. Χάιδεψε τις τρίχες ελαφρά. Ένιωθα την α­ναπνοή μου να χάνεται. Ασφυκτιούσα από προσμονή. Κινήθηκα αργά βοηθώντας τον να πετάξει το εσώρου­χο. Επιτέλους. Οδήγησε το χέρι μου στο σκληρό του όργανο. Το 'πιασα διστακτικά, ενώ θα 'θελα να το ξε­σκίσω στις χούφτες μου, να το ζουλήξω, ακόμη να το καταπιώ. Ήμουν λιωμένη απ' την αναμονή. Ένα κύ­μα που χυνόταν, έπλεε πάνω στο υγρό σεντόνι. Υγρή φωτιά. Το δάχτυλο του βυθίστηκε με βία μέσα στον κόλπο μου. Ανακάλυψε την πλημμύρα. Δεν τον έβλε­πα πια. Άκουσα μόνο ψιθυριστή τη φωνή του να καί­ει τ' αυτί μου. «Είσαι έτοιμη.» Δεν μίλησα. Ήταν μια διαπίστωση. Δεν ρωτούσε. Και γλίστρησε μέσα μου με ορμή. Το βάρος του έκανε την καρδιά μου να παλεύει ακόμη πιο πολύ. Η διέγερση μου σφυροκοπούσε στα τοιχώματα του μυαλού μου. Η αναπνοή κομμένη. Φουσκωμένο κάθε κύτταρο του σώματος με καυτό αί­μα. Στον κόλπο μου μια σκληρή σάρκα πηγαινοέρχε­ται. Ιδρώνω. Η φούντωση μένει σταθερή. Προσδοκία για ένα σπασμό, λύτρωση που δεν έρχεται. Τεντώνω τις αισθήσεις μου και περιμένω. Η φούντωση μένει σταθερή. Κι ύστερα τα σωθικά μου παγώνουν. Το σώ­μα γίνεται ένας κόμπος που δεν λύθηκε. Ο Λύσιος έχει τελειώσει και ξαπλώνει δίπλα μου. Στο πρόσωπο του λάμπει η ικανοποίηση. Κλείνει για λίγο τα μάτια. Σφίγγω τα βλέφαρα να φυλακίσω τα υγρά που θέλουν να ξεχυθούν από κει. Έχει ανέβει η στάθμη μέσα μου και ξεχειλίζω. Καταπίνω τον κόμπο στο λαιμό. Ανοίγει τα μάτια. Με φιλά στο μέτωπο. Χείλη υγρά. «Την άλλη φορά θα 'ναι καλύτερα. Σε ήθελα βλέπεις πολύ.» Δεν μίλησα. Πιέστηκα να χαμογελάσω. Ένιωθα τις ωοθήκες μου να με σφάζουν. Ένας σουβλερός πόνος στη μήτρα και αντανακλούσε σ' όλο το κορμί. Πίστευα ότι με τον Λύσιο θα 'ταν αλλιώς. Αν με ρωτούσε όμως κανείς δεν θα 'ξερα ν' απαντήσω. Στα τυφλά προσπα­θούσα να βρω το δρόμο, να οδηγηθώ στον εαυτό μου.
Δεν κατάλαβε τίποτα. Σηκώθηκε να πάει στο μπά­νιο. Άκουγα τα νερά. Το χέρι μου ασυναίσθητα κατέ­βηκε χαμηλά. Ένα τρομακτικό ρίγος ηλέκτρισε όλο μου το σώμα. Ίσως την άλλη φορά. Σηκώθηκα κουρα­σμένη. Το σπέρμα κυλούσε. Τα μέλη μου πονούσαν. Το σώμα μου είχε πάλι αρρωστήσει. Το μυαλό - τέρας με δόντια σουβλερά - βύθιζε τη μανία του στις δικές του σάρκες. Παραδόθηκα. Ο έρωτας έμοιαζε να 'χει διαχωριστεί απ' τον οργασμό στη ζωή μου. Αλλά να υπάρχει το ένα χωρίς το άλλο έμοιαζε πολύ οδυνηρό για να διαρκέσει για πάντα. Έτσι ο έρωτας έπρεπε να βρει άλλη δικαίωση για την ύπαρξη του. Ο οργασμός έδωσε τη θέση του σε κάτι πιο ιερό. Κάτι που μπορού­σες να μιλάς γι' αυτό με καμάρι. Που μπορούσε να γίνει σκοπός της ζωής και του σώματος χωρίς ντροπή. Αφού έτσι κι αλλιώς ο οργασμός, η ηδονή, ακόμη και αν υπήρχε, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός όχι σαν ο
ίδιος ο σκοπός της ζωής αλλά ούτε ακόμη σαν ένας κάποιος τρόπος ζωής. Ο έρωτας συνδέθηκε με τη δημιουργία ενός παιδιού. Κι η χαρά του σώματος κλείστηκε έξω από τον τοίχο. Αυτά όμως δεν τα καταλαβαίνεις τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το ρολόι έλεγε ακριβώς. Δυο ώρες συμπληρωμένες. Ο κόσμος είχε αραιώσει. Ο καταστηματάρχης με κοί­ταξε χαμογελαστός. Ήμουν ακόμη καθισμένη στα λευ­κά σκαλιά του, στριμωγμένη στον γκρίζο σκούρο τοί­χο. «Κλείνουμε.» Σηκώθηκα με κόπο. Πονούσα πα­ντού . Τα δόντια του τέρατος ακόμη βυθισμένα στο μυαλό μου. Με αγωνία ακούμπησα το χέρι στην κοιλιά μου. Έκλεισα τα μάτια. Η ανατριχίλα τάραξε όλα τα κύτταρα. Σχεδόν μια ηδονή. Η κοιλιά μου ακόμη υ­πάρχει. Έχω λόγο να ζω. Αποδεχθείτε με λοιπόν. Χα­μογέλασα στον καταστηματάρχη· ξανθός, σπασμένα ελληνικά, εμπορεύεται ότι μπορεί στην Ελλάδα ακόμη και τον εαυτό του. Ξέρει πως όλοι διψάμε ν' αγορά­ζουμε υποκατάστατα. Ιμιτασιόν. Είναι πιο εύκολο. Είναι κάτι τέλος πάντων που μπορείς να το γευτείς.
Η βροχή είχε πάλι αρχίσει να πέφτει. Σιγά. Σε λίγα λεπτά ό,τι είχε στεγνώσει θα πλημμύριζε απ' την αρ­χή. Βάδιζα αργά προς την Αναγνωστοπούλου. Πίσω μου κουδούνιζαν δυνατά κατεβαίνοντας τα ρολά των καταστημάτων. Οι μάγιες και τα κολάν θα 'ταν πάλι στη διάθεση των αγοραστών μετά τις πέντε. Στο μεγά­λο περίπτερο της πλατείας αγόρασα τσιγάρα. Ήθελα κάτι να ρουφήξω βαθιά μου ζεστό και χωρίς όγκο. Ό­σο μπορούσα πιο βαθιά. Μέχρι το τελευταίο κύτταρο του μυαλού μου. Δεν είχα σπίρτα. Μου άναψε το γκαρσόνι του Τοπ κοιτάζοντας με εξεταστικά. Πολλά είχαν δει τα μάτια του σ' αυτή την πλατεία. Αλλά γκα­στρωμένη στο δρόμο να φουμάρει περπατώντας χάλα­σε ο κόσμος δηλαδή. Του χαμογέλασα. Το πιο παρά­ξενο σε μένα σίγουρα δεν ήταν αυτό. Έστριψα τη γω­νία αργά και ανηφόρισα την Αναγνωστοπούλου προ­σεκτικά. Σταμάτησα πάλι στην ίδια βιτρίνα. Χρυσή και ασημιά. Τα φώτα κλειστά. Το ρολό κατεβασμένο. Απόμεινα με το κεφάλι μου να βουίζει. Δυο πόρτες παραπάνω το μικροβιολογικό εργαστήριο. Εκεί, πάνω στο κρύσταλλο που φινίριζε το σκουρόχρωμο γραφείο της εισόδου, δίπλα στο τηλεφωνικό κέντρο, τη γραφο­μηχανή και την ξαφνιασμένη κοπέλα, ήταν μια θήκη κατακόκκινη, πλαστική, με χωρίσματα-καρτέλες που στο καθένα υπήρχε καβαλάρης με ένα γράμμα του αλφάβητου. Εκεί, ανάμεσα στ' άλλα φάκελα, μηχανικά τοποθετημένο, κάποιο που το περιεχόμενο του έμοια­ζε να μου δημιουργεί ασφυξία.
Η ώρα είχε περάσει. Έσβησα το τσιγάρο. Ήξερα πως δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Προσπέρασα τη χρυσή-ασημιά βιτρίνα και βάδισα ολοταχώς προς τα πάνω. Δεν σταμάτησα καν στο μικροβιολογικό εργα­στήριο. Η Αναγνωστοπούλου τράβαγε πολύ. Ανηφό­ρα μέχρι ψηλά. Κι ύστερα κάθετος η Δημοκρίτου. Λί­γο παραπάνω βγήκα στου Δοξιάδη κι ύστερα στον πε­ριφερειακό . Μ' άρεσε ο γύρος του Λυκαβηττού. Πιο κάτω αριστερά θα κατηφόριζα την Αλεξάνδρας. Χαι­ρόμουν. Η βροχή έπεφτε τώρα καταρρακτωδώς. Α­κουμπούσα το ένα χέρι στην κοιλιά μου. Αυτή δεν θα μου την έπαιρνε κανείς. Είχα αρπάξει την κατάσταση στα χέρια μου. Όριζα το σώμα μου και τις λειτουργίες του. Για πρώτη φορά ήταν δικό μου και ήταν για μένα όλα όσα συνέβαιναν εντός του. Δεν θα το άφηνα να χαθεί. Δεν ήξερα τι προβλήματα σήμαινε αυτό για μέ­να, ούτε τι κουβαλούσε στο βάθος της αυτή η απόφα­ση. Χαιρόμουν όμως σαν να 'βλεπα για πρώτη φορά τη βροχή να πέφτει. Πάνω και γύρω μου. Τη ζωή ν' αναβλύζει από μέσα μου. Ένα άλλο νόημα επιτρεπτό για το κάθε τι που συντελούνταν εντός και εκτός μου.
Χτύπησα το κουδούνι. Δεν είχα προγραμματίσει να 'ρθω στο γραφείο και είχα αφήσει τα κλειδιά μου στο σπίτι. Ο συρτός ήχος του ανοίγματος της πόρτας μ' έκανε να δειλιάσω, το ξεπέρασα γρήγορα. Σήμερα άρ­χιζα τη ζωή μου απ' την αρχή. Η Ευγενία Β. με κοίτα­ξε ερωτηματικά. «Είχες πει δεν θα 'ρχόσουν.» Τη φί­λησα. Είχε πάντα ένα ύφος ερωτηματικό, σχεδόν τρο­μαγμένο. Οτιδήποτε γινόταν γύρω της μπορούσε να τη βλάψει, δεν ήξερε ν' αμυνθεί, ταμπουρωνόταν. Ανα­ρωτιόμουν φορές φορές στο γραφείο κοιτάζοντας τη ν' απαντάει μ' αγωνία στα τηλέφωνα, ποια θα μπορούσε να 'ταν η προσωπική της ζωή. Δεν μιλούσε πολύ. Ή­ταν παντρεμένη και είχε δυο μικρά παιδιά. Δεν ξέρα­με αν είχε οικονομικά προβλήματα. Αν τα πήγαινε κα­λά με τον άντρα της. Πώς ήταν η γέννα της. Αν ζούσε καλά. Κάθε πότε γαμιόταν. Αν το φχαριστιόταν ή μό­νο άνοιγε τα πόδια της προσφέροντας τη σκοτεινή της τρύπα γι' αντάλλαγμα. Κεκτημένη ταχύτητα. Δεν υ­πήρχε πια τίποτα να κερδίσει κανείς. Η ασφάλεια έτσι κι αλλιώς δεν συνυπάρχει με το ανθρώπινο είδος. Και δεν είναι αυτή που μπορεί να δώσει στιγμές ευτυχίας. Βλέπαμε μόνο την Ευγενία Β. να φεύγει τα μεσημέρια βιαστικά, γεμάτη άγχος, όταν τα μικρά της αρρώσται­ναν. Αυτό κάτι μου θύμιζε και μ' έκανε ν' αρχίζω να την καταλαβαίνω. Έπιασα το χέρι της, τ' ακούμπησα στην κοιλιά μου. Χαμήλωσε το βλέμμα της, το σφήνω­σε εκεί. Για λίγο έτσι. Ύστερα με κοίταξε θλιμμένα. Με καλωσόριζε στον κόσμο της. Είχε κιόλας δυο από δαύτα. Το 'χε μετανιώσει, έλεγε. Μπορούσε να το λέει τώρα πια. Κανείς δεν θα της τα 'παιρνε πίσω. Κρυμ­μένη καλά πίσω απ' τη μητρότητα. Δεν φοβόταν κανέ­να. Μπορούσε επιτέλους ν' αφεθεί στα μαρτύρια. Το φωτοστέφανο τής είχε χαρισθεί. Ζωή μέσα απ' τους άλλους, για τους άλλους, εξαιτίας των άλλων. Και το ποτάμι κυλά. Μ' έσφιξε στην αγκαλιά της. «Κοντεύ­εις;» Έγνεψα ναι. Κι ύστερα τρόμαξα με τη σκέψη. Έφτανα κιόλας στο τέλος πριν συνειδητοποιήσω την αρχή. Φυσικά υπήρχαν κι άλλα τυπικά πράγματα να τους εξηγήσω. Ιδιαίτερα στον Γιώργο Μ. που είχε πε­ρισσότερο απ' όλους ξαφνιαστεί και ίσως θα υφίστατο σαν διευθυντής εκεί μέσα τις συνέπειες της επαγγελ­ματικής αναστάτωσης που προμήνυαν οι πιο λίγες ώ­ρες δουλειάς μου στο μέλλον. Καθώς του εξηγούσα τα γεγονότα τα 'πλαθα. Έφταιγε η αδυναμία μου που τόσο καιρό η κοιλιά μου δεν είχε φανεί. Τώρα άρχισα να τρώω και πιο πολύ. Δεν προσπαθώ κιόλας πια να το κρύψω.
«Είσαι ευτυχισμένη;» Κοίταξα προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή. Βραχνή, γνώριμη και λίγο ξεχα­σμένη. Ναι, ήταν ο Αντρέας. Ο Αντρέας των τεσσά­ρων χρόνων πριν. Γαμώτο. Αυτόν δεν θα 'θελα με τί­ποτα να τον συναντήσω. Τουλάχιστον τώρα. Και ι­διαίτερα εδώ μέσα. Στην κατάσταση αυτή. Με κοιτού­σε γεμάτος έκπληξη. Του ανταπέδωσα το ίδιο βλέμμα. Για λίγο έτσι. Οι άλλοι σώπαιναν. Ακούστηκαν ανα­πτήρες ν' ανάβουν. Καπνοί γέμισαν το δωμάτιο. Κα­τάλαβαν όλοι. Η Ευγενία μίλησε πρώτη. Ήξερε να μαλακώνει την αγωνία των άλλων. Είχε υποστεί στη ζωή της πολλή απ' αυτή. «Ήρθε για κάτι μεταφρά­σεις. Μας θυμήθηκε. Δουλεύει τώρα στο Υπουργείο Συγκοινωνιών.» Κατάλαβα τι έλεγε πολύ αργότερα. Οι άλλοι είχαν κιόλας αρχίσει να φλυαρούν για τον καιρό και τη βροχή. «Κανένας φούρνος θα γκρεμίστηκε.» Πήρε τ' αυτί μου το καλαμπούρι. Θα το 'λεγαν για τον Αντρέα. Σταμάτησα να τον κοιτάζω. Η ερώτη­ση του όμως εξακολουθούσε να σφυροκοπά στο μυαλό μου. Ο Αντρέας είχε με το πρώτο αγγίξει την ουσία. Αυτό ήταν που πονούσε. «Δεν κατάλαβα την ερώτηση σου», είπα ψέματα και δήθεν χαζά. Ακολουθούσα τη φύση μου. Αυτός δεν ήταν ο προορισμός στη ζωή; Πως μπορούσα να μη νιώθω πλήρης; «Ευτυχισμένη;» Επέμενε. Τι διάολο παιχνίδι προσπαθούσε να μου παίξει; Ίσως δεν καταλάβαινα την έννοια της λέξης. Ίσως ο Αντρέας να 'θελε κάτι άλλο να πει. Ίσως δεν ήταν η λέξη κατάλληλη. Πάντως ήταν μια δική μου επιλογή αυτό που συνέβαινε εντός μου. Δεν ήμουν ω­στόσο σίγουρη γι' αυτά που του 'λεγα. Γύρισε το βλέμ­μα του αλλού. Άφησε μια τροχιά δυσπιστίας να πλανιέται. Προτίμησα να μη σκεφτώ τίποτ' άλλο. Ηρεμή­σαμε. Το γραφείο μου βουτηγμένο στο χαρτομάνι δεν μπορούσε άλλο να περιμένει. Οι μεταφράσεις ξεχείλι­ζαν. Χάρηκα που διαπίστωσα ακόμη μια φορά πως με είχαν ανάγκη. Άλλοτε αυτό και μόνο βούλωνε το στό­μα του θηρίου. Το σώμα όμως έχει τη δική του ζωή. Η επιβίωση προηγείται. Το θηρίο δεν ξεγελιέται για πο­λύ . Κουρνιασμένο εκεί, λίγο πιο κάτω απ' τη μέση, δείχνει τα δόντια του. Φάε λοιπόν. Σου 'φτιαξα ολό­κληρο παιδί εκεί μέσα. Θα 'χεις να τρως μια ζωή.
Έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά. Η φαντασία μου έφτιαχνε λέξεις και ερμηνείες συγκλονιστικές. Σίγου­ρα το εγχειρίδιο για νέους δικηγόρους που θα εξέδιδε η εταιρεία μου σε μετάφραση από τα γαλλικά θα ήταν ένα μικρό αριστούργημα.

Το τοπίο λάσπωσε ξανά. «Ας φύγουμε» είπαν όλοι. Θα πλημμυρίσουν πάλι οι δρόμοι. Ξεκίνησα. Στην έ­ξοδο χαιρέτησα όλους βιαστικά. Ιδιαίτερα τον Α­ντρέα. Είχα διακρίνει με πανικό ένα δισταγμό στο βή­μα του. Σαν να κοντοστεκόταν. Την κοπάνησα στα γρήγορα. Δεν μ' έπαιρνε για τέτοιες συναντήσεις αυτή την εποχή. Έδειχναν όλα να 'χουν αρχίσει να κατα­σταλάζουν μέσα μου διυλισμένα. Το κατακάθι βάραι­νε ακόμη βέβαια βαθιά μου, αλλά θα το φιλτράριζα κι αυτό αργότερα απ' την αρχή.
Στο τέταρτο στενό σταμάτησα να τρέχω. Ήταν ασυναίσθητο. Και με είχε κάνει να λαχανιάσω. Με την κοιλιά ν' ανεβαίνει στο στόμα μου. Συνέχισα το βάδι­σμα αργά, σχεδόν απολαμβάνοντας τη διαδρομή κάτω απ' τη βροχή. Γυρνούσα σπίτι φορτωμένη έναν εαυτό παραπάνω. 


(Για τα επόμενα κεφάλαια 4-9 πατάτε "παλιότερες αναρτήσεις)